Όσοι από εσάς έχουν συνδέσει την Ολλανδία με τις τουλίπες, τα τυριά και τα περιβόητα coffee shops πολύ σωστά σκέφτεστε, αλλά κανείς δεν πρέπει να ξεχνά το πλέον διάσημο «προϊόν της»: την τέχνη. Κι αν είστε ταπεινοί προσκυνητές του –αναμφισβήτητα- σπουδαίου Ισπανού Νταλί, αυτού που η μόνη διαφορά του από τους υπερρεαλιστές έγκειτο στο ότι εκείνος ήταν υπερρεαλιστής, πάρτε ένα ζευγάρι κιάλια και προσπαθήστε να κοιτάξετε κάποια χρόνια πίσω. Περίπου 600… Τότε που ο Γερούν Αντονίσζον βαν Άκεν, με ψευδώνυμο δανεικό από την πόλη Χερτόγκενμπος και με DNA ζωγράφου να κυλάει στα φλέβες του (αφού παππούς, πατέρας και θείος ήταν εραστές του καμβά), κατάφερε να διακορεύσει σιωπηλά τη στάσιμη «ηθική» των ημερών του.
Ο Ιερώνυμος Μπος, όπως τελικά έγινε παγκόσμια γνωστός, γεννημένος το 1450 -όταν ο Μεσαίωνας έστεκε με το δρεπάνι της λογοκρισίας πάνω από κάθε ελεύθερη καλλιτεχνική έκφραση- ανταποκρινόταν άψογα σε αυτό που κανείς θα χαρακτήριζε ως «τύπο και υπογραμμό». Χωρίς προκλητικ
ή συμπεριφορά ή δείγματα έκλυτου βίου να σπιλώνουν το ποιόν του, ήδη στα 30 του είχε νυμφευθεί την αριστοκράτισσα Αλέιτ Γκόγιαρτς βαν ντε Μέερβενε. Επειδή προφανώς ποτέ η αγάπη δεν ήταν βρώσιμη (!), στον εν λόγω γάμο και την οικονομική άνεση που απέρρεε από τη γονική στήριξη της συζύγου του θεμελίωσε ένα διακεκριμένο γόητρο. Επιστέγασμα υπήρξε η ενεργός συμμετοχή του στα δρώμενα της Αδελφότητας της Παρθένου (1486). Υπό την «κηδεμονία» μιας τέτοιας θρησκευτικής οργάνωσης, με μέλη αφιερωμένα στη λατρεία της Παναγίας και σε αγαθοεργίες, είχε πλέον εξασφαλίσει τις απαραίτητες βιοτικές και κοινωνικές δικλείδες ασφαλείας προκειμένου να συνθέσει τα έργα του. Έργα που εκ πρώτης όψεως δεν παραπέμπουν σε έναν φιλήσυχο οικογενειάρχη και καλό Χριστιανό…
Σε πίνακες, όπως «Η Εκτομή της Πέτρας της Τρέλας» (το πρωτόλειό του), «Ο Ταχυδακτυλουργός», «Ο Πειρασμός του Αγίου Αντωνίου», «Ο Άγιος Ιωάννης στην Πάτμο», «Η Σταύρωση της Αγίας Ιουλίας», «Η Πορεία προς τον Γολγοθά», «Το Πλοίο των Τρελών» αλλά και στα περίφημα τρίπτυχά του «Κήπος των Επίγειων Απολαύσεων», «Κάρο του Σανού», «Ο Κατακλυσμός», «Η Προσκύνηση των Μάγων», «Δευτέρα Παρουσία», «Παράδεισος και Κόλαση» κ.ά., συναντάμε όλο το βαρύ πυροβολικό της έμπνευσής του: έθιμα και παραδόσεις, μύθους, προλήψεις και δεισιδαιμονίες, λαϊκές παροιμίες, νέες διαδόσεις, βιβλία, η κυκλοφορία των οποίων προκαλούσε σάλο και ποικιλία εντυπώσεων. Το «Όραμα του Τόνταλους» (1482), το περιβόητο γερμανικό «Malleus Maleficarum» (1486), που έκαψε -στην κυριολεξία- πολύ κόσμο, μιλώντας για Sabbats και συμφωνίες με τον Διάβολο, τα «Adagia» (1500) του Εράσμου και το «Πλοίο των Τρελών» του Μπραντ είναι ίσως οι πλέον επιδραστικές εκδόσεις για τον Μπος.
Έχοντας διαγνώσει την κύφωση στη σπονδυλική στήλη της γενιάς του, φρόντισε να την επισημάνει με έναν ιδιαίτερο τρόπο: αιθέριες γοτθικές μορφές με τη χαρακτηριστική χλωμάδα και την ψηλόλιγνη κορμοστασιά στέκουν πλάι σε υποβλητικά δαιμονικά πλάσματα, εκφραστές των θανάσιμων αμαρτημάτων στα οποία καθημερινά υποκύπτει ο άνθρωπος, προαναγγέλλοντας την οδυνηρή κατάληξή του∙ ζώα, πουλιά και ψάρια αποκτούν αλλοιωμένη όψη και μεταμορφώνονται σε αιώνια σατανικά σύμβολα∙ αιχμηρά αντικείμενα (εγχειρίδια, ξίφη ή μαχαίρια) δηλώνουν τη λαγνεία και τη σεξουαλικότητα αιώνες προτού ο παππούς Φρόυντ αναπτύξει τις ψυχαναλυτικές του θεωρίες… Ο συνωστισμός των προσώπων και των αλληγορικών όντων είναι πρωτοφανής κι ακόμη πιο αξιοσημείωτη είναι η λεπτομερής απόδοσή τους. Για πολλούς η δεύτερη βοηθά στην αποκρυπτογράφηση του νοήματος, για άλλους την κάνει ακόμη πιο χρονοβόρα!!! Μόνο κατά την ύστερη περίοδο της δημιουργίας του ο Μπος επικεντρώνεται στην απεικόνιση ολιγάριθμων παρουσιών και συνήθως ακολουθώντας το ρεύμα του «μπούστου» (και για να μην πάει ο νους σας σε σουτιέν λόγω προαναφερθείσας λαγνείας, εννοώ από το στέρνο και πάνω).
Θεματικά, δεν υπήρξε ιδιαίτερα πρωτότυπος. Τα κύρια μοτίβα του είχαν ήδη γίνει αντικείμενο σχολιασμού αλλά και πίνακες από προγενέστερους και σύγχρονους συναδέλφους του (Άλμπρεχτ Ντίρερ, Λούκας Βαν Λέιντεν, κ.ά.). «Γιατί, λοιπόν, χρειάζεται ολόκληρο αφιέρωμα στον συγκεκριμένο;» θα πείτε. Γιατί ο συγκεκριμένος πήρε ό,τι ήδη οι άλλοι θεωρούσαν ως δεδομένο και του εμφύσησ
ε νέα ζωή με τη φαντασία και το πινέλο του. Γνωστά θρησκευτικά σκηνικά στρεβλώνονται λεπταίσθητα, αποδεικνύοντας πως για τα πάντα υπάρχουν δύο όψεις. Η γνωστή μάχη Καλού και Κακού είναι πανταχού παρούσα, αλλά -σε αντίθεση με το Χόλλυγουντ- εδώ ο «σκηνοθέτης» αποφασίζει ότι το τέλος δεν θα είναι ευχάριστο για τους πρωταγωνιστές. Το ακριβώς αντίθετο μάλιστα! Το Κακό κρίνεται πανηγυρικά θριαμβευτής, ο πειρασμός χορεύει γύρω από το κουφάρι της σύνεσης, ενώ η χριστιανική προσέγγιση της αγάπης και της μεταθανάτιας αγαλλίασης καταρρίπτεται από έναν διάπυρο πεσσιμισμό. Άραγε, οι φλόγες της Κολάσεως είναι υπεύθυνες γι’ αυτή την απαισιοδοξία; Ελάχιστα δείγματα αφήνουν περιθώριο για κάποια ελπίδα, με πιο γνωστό ανάμεσά τους το «Ο Άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής στην Έρημο», όπου ο ασκητής εμφανίζεται αδιάφορος απέναντι. Δεν είναι μυστικό πως ο Μπος είχε θεωρηθεί πολλές φορές αιρετικός και ένθερμος υποστηρικτής της Λουθηρανής Μεταρρύθμισης και της αλχημείας. Από την άλλη όμως είχε ζωγραφίσει ουκ ολίγες φορές τέμπλα κατά παραγγελία για εκκλησίες και εξέχοντες εκπροσώπους της τάξης των ευγενών, οι οποίοι σίγουρα δεν θα ρίσκαραν το κύρος τους για να έχουν ένα κάδρο παραπάνω σε μία αίθουσα χορού… Μέχρι σήμερα παραμένει άγνωστο αν όντως εκείνος φιλοτέχνησε την τοιχογραφία στο Σαν Μπερνάντο, ένα παρεκκλήσι γοτθικού ρυθμού κοντά στο Μιλάνο, εγείροντας επιπλέον το ερώτημα τού αν είχε προσωπική επαφή με τον Ντα Βίντσι κατά το επίσης αμφισβητούμενο πέρασμά του από την Ιταλία σε ηλικία περίπου 55 ετών.
Στο ίδιο περίπου διάστημα παρατηρείται μία σημαντική αλλαγή. Ο Μπος απλούστευσε τις παραστάσεις του και έγινε πιο δωρικός στην παρουσίαση των θεμάτων, επιβάλλοντας μια ατμόσφαιρα ήρεμης δύναμης, χωρίς παρ’ όλα αυτά να απουσιάζει έστω κι ένα μόριο από τη σφριγηλότητα των πρώτων έργων. Η ενατένισή του για τον κόσμο παρέμεινε αδιάλειπτα σταθερή∙ η καταδίκη του ανθρώπινου γένους για τα σφάλματά του είναι de facto. Το πρίσμα μέσα από το οποίο αντιμετώπισε την πραγματικότητα και το μεταφυσικό βρήκε πολλούς θαυμαστές, μιμητές αλλά και αντιπάλους. Γιατί σαφώς τις περισσότερες φορές η επιτυχία κάποιου υπολογίζεται βάσει του αριθμού των πολέμιών του, μολονότι οι περισσότεροι ασκούν κριτική συνήθως μετά τον θάνατό του…
Ο Ολλανδός πρωτοπόρος απεδήμησε –εις Παράδεισο ή εις Κόλαση- το 1516. Δεν ξέρουμε αν επρόκειτο για κάποιον βαθιά κατανυκτικό ή επαναστάτη, για πιστό ή μη, για αντικειμενικό ή κυνικό, με πλούσια φαντασία ή με νοσηρό υποσυνείδητο, και δεν θα μάθουμε ποτέ. Ή μήπως έδειξε εξ αρχής την ταυτότητά του κι εμείς απλώς δεν μπορούμε να τη διαβάσουμε;
Βιβλιογραφία
Bosch/Artbook, Mondadori, 2005
Walter Bosing, Ιερώνυμος Μπος – Το πλήρες έργο, 2004
Henry Kamen, Πρώιμη Νεότερη Ευρωπαϊκή Ιστορία, 2002
No comments:
Post a Comment