Bloodcult's blog with film and book reviews, past articles about Art, History, Mythology, Literature, Cinema, Philosophy and much more. For now, available only in Greek.

Saturday, April 23, 2011

Archangel

Όταν η λογική εγκλωβίστηκε από το αλκοόλ στα δαιδαλώδη μονοπάτια του νου και η σατυρική φιγούρα αναγεννήθηκε στη νέα βασιλεία της χλωμής θεάς, σύρθηκα από το γόνιμο τάφο μου ως το παράθυρο και ανακουφίστηκα… Έξω είδα σκιές να ξεπηδούν από παντού και χαρούμενες να ρίχνονται στον ξέφρενο χορό που όριζε ο αγέρας. Σταδιακά ανακτούσε τις δυνάμεις του το άχαρο κορμί μου, με μοναδικό σκοπό την ικανοποίηση της άσβεστης δίψας που έκαιγε κάθε νύχτα τα σωθικά μου. Και εσύ ξέρεις γι’ αυτήν καλύτερα απ’ όλους μικρή μου Αίτνα… Είχαν περάσει δύο νύχτες (και δύο μέρες) από την τελευταία φορά που το πολύτιμο υγρό μιας νεαρής νοσοκόμας κύλησε στις σακατεμένες φλέβες μου. Ακόμη θυμάμαι όταν τρύπησα το λευκό λαιμουδάκι της. Το στήθος της φούσκωνε σε κάθε μου ρουφηξιά και οι αναστεναγμοί της… Μούσκεψε το πουκάμισο μου στο αίμα και πνίγηκα στη σιωπή που ακολούθησε το παραλήρημα της σάρκας. Στάθηκα για λίγο, με το μικρό κορίτσι στα χέρια μου και έκλαψα για κείνη και για μένα. Σαν ανθοδέσμη από φωτιά τα μακριά μαλλιά της ήταν απλωμένα πάνω μου και εγώ τα χάιδευα, την ώρα που ένοιωθα να μου γλείφει σαν φίδι τη ραχοκοκαλιά μου, δυνατό, ένα σύγκρυο. Το νέο αίμα μέσα μου… Είδα τη σιωπή σαν καλοκαιρινή καταιγίδα να έρχεται, να εισβάλλει και να με κυριεύει. Σφράγισε με δάκρυα τα πικρά μου χείλη και φύτεψε φρουρό, ένα κόμπο στο λαιμό μου. Αιώνια τιμωρία του γένους μας. Είναι η ώρα των ματιών. Η ώρα του φιδιού… και της φωτιάς.
Και να ‘μαι σήμερα εδώ με το άνεκρο κορμί μου να ‘χει στεγνώσει ξανά. Οι ρυτίδες στο χαρακωμένο πρόσωπο μου νιώθω να το σκάβουν ολοένα πιο βαθιά. Τα μάτια μου θολώνουν και ώρες-ώρες το ταβάνι κατεβαίνει ως το πάτωμα, έτοιμο να με συνθλίψει. Αυτό το λεπρό κορμί φαίνεται πως υπακούει μονάχα στη δύναμη του αίματος. Γι’ αυτό και φέρεται αλλόκοτα. Σ’ ευχαριστώ που ήρθες… Γιατί εδώ στο κατώφλι του ουρανού, όλα είναι μαύρα. Και τα θεμέλια του σάπια. Σε περίμενα τόσο πολύ! Μόνος κάθε βράδυ ζωγράφιζα την μελωδία της δυστυχίας σ’ ένα χαρτί μουσκεμένο με δάκρυα. Μόνος από εκείνο το πρωινό που η μικρή μου Αίτνα εξαπλώθηκε στο χάδι της αυγής και την έχασα για πάντα. Σ’ ευχαριστώ και πάλι που είσαι εδώ. Σε ποιον άλλο να μιλήσω μ’ αυτήν τη σκοτωμένη φωνή; Έχω αρρωστήσει απ’ τον αντίλαλο της αναπόδοτης φωνής μου… Θα στα πω όλα. Συνήθισα να περπατώ ανάμεσα σε δεκάδες σταυρούς. Συνήθισα να κοιμάμαι στα απαίσια κρεβάτια τους. Συνήθισα ακόμη και στην ιδέα πως το σώμα μου, το είναι μου, δεν πρόκειται ν’ αλλάξει, όσοι κι αν είναι οι αιώνες που θα το προσπεράσουν. Είναι αλήθεια πως έμαθα να κρύβομαι καλά από τους ανθρώπους. Κατάφερα να είμαι ένας από τους μεγαλύτερους του είδους μου, αν και όχι από τους πιο δυνατούς. Θα εξηγήσω αργότερα τι μπορεί να σημαίνει η έννοια της δύναμης για εμάς. Να ‘μαι λοιπόν εδώ (δυστυχώς για τους περισσότερους από εσάς και ευτυχώς για κάποιους λίγους που ποτέ δεν πάψατε να μας βοηθάτε) στον έβδομο αιώνα από τότε που πρωτοείδα το φως. Τι ειρωνεία! Το πρώτο πράγμα που αντίκρισαν τα μάτια μου μόλις γεννήθηκα, εδώ και αιώνες, έστω και μια μικρή δόση του είναι ικανή να μ’ εξοντώσει. Υπήρξαν, βέβαια, στιγμές που η σκέψη ν’ ανοίξω τις πελώριες, βαριές κουρτίνες που εμπόδιζαν την παραμικρή υποψία φωτός να εισέλθει στον οίκο μου, ήταν κάτι παραπάνω από επιθυμητή. Ήταν στιγμές που ένοιωθα τη ζωντανή μου φύση να με πνίγει και την αιωνιότητα, βάρος στο στήθος μου. Και τόλμησα να επιχειρήσω ν’ απαλλαγώ απ’ την κατάρα μου και να περάσω από την άλλη μεριά. Μα δεν τα κατάφερα. Ο μικρός μου άγγελος, η Αίτνα, με πρόλαβε και μπήκε μπροστά μου, όταν με ανοιχτές κουρτίνες περίμενα ένα πρωί το πρώτο φως της μέρας. Ρίχτηκε μπροστά μου και δέχτηκε εκείνη το φως που περίμενα και στέρησε από τον εαυτό της την αιωνιότητα και από εμένα τη συντροφιά της… Και τι άλλο είναι η λύτρωση αυτή, παρά οριστική καταδίκη;
Πάντοτε η αιχμηρή ασάφεια των γελοίων μαγνήτιζε το νοητικό πεδίο της ύπαρξης μου. Ήθελα να ‘μαι μακριά από κάθε επιρροή λογικού περιεχομένου. Συνειδητά αποτραβηγμένος απ’ τα χάδια της ζωής. Ερωτευμένος με την καταστροφή της. Στράγγιζα κάθε σταγόνα μιζέριας από το σπίτι του Θεού. Και τις φύλαγα. Πίστευα πως θα τις χρειαζόμουν… Τις μέρες που ένιωθα την ευτυχία να με πνίγει. Και τις χρειάστηκα, μα δεν ήταν αρκετές.
Είναι λογικό να θες να μάθεις για τη ζωή μου. Καταλαβαίνω. Θα μάθεις και για την Αίτνα, όσα στοιχεία προλάβω να σου δώσω, μέχρι…
Λάθη και αμαρτίες που η εωσφορική αλαζονεία μου με ώθησε στα νιάτα μου να κάνω, τρυγώ απ’ της μνήμης μου το μαραμένο αμπέλι και τα φέρνω μπρος στα μάτια μου ξανά, για να τα δεις. Τι μου ‘μεινε ύστερα από τόσους αιώνες στη γη; Όσα έχω ζήσει μοιάζει να έχουν σκεπαστεί από ένα χιόνι που έπεσε αγνό και σκέπασε τα πάντα. Μα όχι την καρδιά μου… Αμέτρητες νιφάδες ξεχύθηκαν από τα άσπρα σύννεφα, μα και αυτές δεν υπήρξαν αρκετές για να εξαγνιστεί το κακό… Υπολείμματα μιας κούφιας ζωής, γεμάτη λαίμαργες τάσεις. Αποσπάσματα μιας τύχης άτυχης που αναβρύζουν δυσωδία. Τα κοράκια της ψυχής μου έχουν πια ψοφήσει, όμως οι κραυγές τους αντηχούν ακόμα οξύτατες στα αυτιά μου. Εφιάλτες ενός μικρόκοσμου, με εικόνες απ’ το χθες. Χτυπώ τον πάγο, να σπάσει, να διαλυθεί. Μα δεν κουνιέται και ένας Θεός ξέρει τι κρύβει από κάτω. Τρέμω…
Ευχαριστώ! Αυτή η μποτίλια με κρασί είναι σκέτος θησαυρός! Το χρειαζόμουν…
Προσπαθώ να ανακαλέσω στη μνήμη μου, τότε που βαπτίστηκα στην αιωνιότητα. Δεν θυμάμαι πολλά. Ο άνεμος λυσσομανούσε και ξερίζωνε κάθε ελπίδα για το τέλος. Έφτυνε πάνω μου χιονόμπαλες μίσους και στάλες ματωμένες. Χορεύαμε στις προσταγές της φύσης, στις μελωδίες της ζωής. Προτού πεθάνω… Ένας δαιμόνιος χορός, λουσμένος σε ανόσιο ιδρώτα, υπό το βλέμμα δαιμόνων, χειροκροτήματα σοφών και μοιρολόγια αθώων. Ταλαντεύτηκα στη σφαίρα της γνώσης…
Ο πρώτος της γενιάς μας, ο Κάιν, ήταν εκεί, ζωντανός στα χρόνια εκείνα ακόμα και με σθεναρή και επιβλητική φωνή απήγγειλε κάποιο κείμενο που διάβαζε από ένα πανάρχαιο βιβλίο. Την Βίβλο μας, όπως έμαθα κατόπιν. Το άκουσμα της φωνής του ηχούσε σαν καμπάνα στ’ αυτιά μου και με ξυπνούσε απ’ το μούδιασμα των αισθήσεων στο οποίο ήμουν βουτηγμένος, σχεδόν ναρκωμένος. «… όταν θα κοκκινίσουμε τη γη οι καινούριοι άγγελοι, επιγραφές ταραγμένες και σύντομες θα συνωστίζονται κείνη τη μέρα κάτω απ’ τα σύννεφα και νικητές θα μαστιγώνουμε νεκρούς και ζωντανούς… Εγώ, ο Κάιν, με τη θεϊκή καταγωγή και όλοι εσείς, τα παιδιά μου, θα βαδίζουμε ψηλαφώντας στο βαθύ λιβάδι και σκοτάδι θα βλέπουμε πίσω απ’ το φως…». Με μια φωνή που κλόνισε όλον τον τόπο, μουγκανητά μέσα στη νύχτα ταύρου που τον σφάζουν, στερνά μου μπήκαν στην καρδιά, εκείνης που το πολύτιμο υγρό της έρεε ανάστατο και οξύθυμο στις φλέβες μου. Αυτήν πια αποτελείωναν τα πεινασμένα αδέρφια μου. Εκείνοι, ως φάνηκε ήπιαν πολύ, εγώ, όμως, ήπια περισσότερο κι απ’ όσο μπορούσα. Όλα γύρω μου είχαν αλλάξει. Η φασαρία κόντεψε να με τρελάνει! Μπορούσα πια να ακούσω τον παραμικρό ψίθυρο δεκάδες μέτρα μακριά, αλλά και να διακρίνω το καθετί. Δεκάδες νύμφες τυλιγμένες με κόκκινα πέπλα στροβιλίζονταν γύρω μας, χορεύοντας πάνω στο χιόνι, σαν φλόγες υγρής φωτιάς. Εκεί, σ’ αυτόν τον παγωμένο τόπο, παλάτι και φυλακή μαζί, όπου δεν μπορεί άνθρωπος να κάτσει, να ξαπλώσει ή έστω να σταθεί. Δεν υπήρχε στιγμή ησυχίας ανάμεσα σ’ αυτά τα βουνά. Κραυγές οδύνης και πόνου βασάνιζαν τις αισθήσεις μου, ενώ τα μάτια μου συνήθιζαν το απέραντο σκοτάδι, απαραίτητο φόντο της νέας μου ζωής. Έτσι ζούσαμε τότε. Απομονωμένοι, μακριά απ’ τους ανθρώπους, οι οποίοι γνώριζαν για την ύπαρξη μας και μας κυνηγούσαν φανατισμένα. Από εκεί ψηλά εφορμούσαμε ομαδικά για την ανεύρεση τροφής. Έπρεπε, όμως, να είμαστε πολύ προσεχτικοί. Είχαμε χάσει ήδη πολλούς που έπεσαν σε παγίδες θνητών…

No comments:

Post a Comment