Bloodcult's blog with film and book reviews, past articles about Art, History, Mythology, Literature, Cinema, Philosophy and much more. For now, available only in Greek.

Saturday, April 23, 2011

Το τίμημα της Αμαρτίας


Η βαριά ατμόσφαιρα μέσα στο δωμάτιο γινόταν ολοένα και πιο πνιγερή. Οι λιγοστοί συγγενείς μας κάθονταν αμίλητοι μέσα στο μεγάλο σαλόνι. Μαύρα ρούχα και δάκρυα βουβά συνόδευαν την μυρωδιά απ’ το λιβάνι, που σαν νέφος ανέβαινε. Οι ώρες περνούσαν αργά κι έπρεπε πια η νεκρή να μεταφερθεί στην τελευταία της κατοικία, εκεί κοντά στον Θεό και σαν δώρο από εμάς να πάρει τον τελευταίο ασπασμό, το στερνό μας αντίο. Όταν όμως, τελευταίος βρέθηκα κοντά της, είδα στο πρόσωπό της το αυστηρό εκείνο ύφος. Ένιωσα πως κι αυτή την τελευταία φορά με επικρίνει για κάποιο λάθος μου. Έστρεψα το βλέμμα μου αλλού κι έδωσα στη μητέρα μου το τελευταίο φιλί, το φιλί του θανάτου.

Αργότερα γύρισα πίσω από το νεκροταφείο με το αβάσταχτο κενό της απώλειας. Δυσκολευόμουν, και ακόμα δυσκολεύομαι, να συνειδητοποιήσω τη μοναξιά μου. Το σπίτι ήταν έρημο και έμοιαζε φυλακή. Ήταν η φυλακή που μεγάλωσα και που έπρεπε να εξακολουθώ να ζω. Οι μέρες που ακολούθησαν ήταν το ίδιο κενές. Η δουλειά μου, η μοναδική απόδραση, μια ιστορία που επαναλαμβανόταν διαρκώς. Χωρίς κανένα φίλο ή γνωστό ή ακόμα και εχθρό συνέχισα να απευθύνομαι μόνο στο Θεό για συμπαράσταση. Η μόνη μου ελπίδα Αυτός. Στη δουλειά τα πράγματα ήταν παρόμοια, κανένα ενδιαφέρον πια, σε ένα γραφείο με πρόσωπα άγνωστα και ξένα, όμως τουλάχιστον με παρουσία ανθρώπων. Τσακισμένος από την ερημιά, την θλίψη και το βαρύ πένθος σκέφτηκα να πάρω την άδεια που δικαιούμουν. Οι δουλειές εξάλλου είχαν αραιώσει και ο προϊστάμενος δεν έφερε αντίρρηση. Ήταν άνοιξη και ο καιρός είχε αρχίσει να ανοίγει. Μια ευκαιρία για ξεκούραση που δυστυχώς όμως δεν ήξερα πως να εκμεταλλευτώ. Ο συνάδελφος στο γραφείο έφευγε με την οικογένειά του σε ένα νησί. Άκουγα στα αυτιά μου το γέλιο των παιδιών του και τη φωνή της γυναίκας του. Πόσο μόνος είμαι…
Όταν έφτασα σπίτι, το μυαλό μου ήταν σε σύγχυση. Προσπάθησα να κοιμηθώ αλλά δεν τα κατάφερα. Κάθισα στο τραπέζι και τα μάτια πλανήθηκαν στο χώρο. Το βλέμμα μου σταμάτησε πάνω στον ξύλινο σταυρό. Μια εικόνα ήρθε στο μυαλό μου. Ήταν άνοιξη όπως τώρα, μόλις είχαν αρχίσει οι διακοπές του Πάσχα. Ενώ είχα κανονίσει με τους λιγοστούς φίλους μου μια εκδρομή, τα σχέδια ματαιώθηκαν. Η μητέρα μου αποφάσισε πως το καλύτερο για μένα, αυτές τις Άγιες μέρες, ήταν η παραμονή στο μοναστήρι. Θυμάμαι τα λόγια της όταν αρνήθηκα, μου μίλησε για ασέβεια προς το Θεό, στον οποίο χρωστούσα την ίδια μου την ζωή. Συνέχισα να προσπαθώ να της εξηγήσω την ανάγκη μου για φίλους, για παρέα. Εκείνη με χαστούκισε και με έστειλε στο δωμάτιο μου. Πότε δεν πήγα σε αυτή την εκδρομή ούτε σε καμία άλλη, οι διακοπές αυτές ήταν στο μοναστήρι.
Τώρα σκέφτομαι και αναλογίζομαι τον χαμένο χρόνο και σαστίζω. Ποιός Θεός θέλει τους ανθρώπους ζωντανούς και νεκρούς ταυτόχρονα; Το τίποτα και το κενό δεν αναπληρώθηκαν ούτε με σταυρούς ούτε με προσευχές. Το σώμα μου δεν ένιωσε ποτέ το χάδι μιας γυναίκας, η ψυχή μου δεν λυτρώθηκε ποτέ από την ηδονή του έρωτα. Όλα αυτά έμειναν όνειρα και αμαρτίες στο στόμα της μητέρας μου. Γιατί;
Βγήκα στο δρόμο, μια βόλτα στην πόλη μπορεί να μου έκανε καλό. Προχώρησα στην κεντρική οδό, είχε αρχίσει να σουρουπώνει. Την ώρα εκείνη πέρασα μπροστά από τον κινηματογράφο. Ο κόσμος έβγαινε χαρούμενος. Είδα άντρες να κρατάνε αγκαλιά κοπέλες και να συζητάνε δυνατά. Έμοιαζαν πολύ ευτυχισμένοι. Ζήλεψα, ένιωσα το αίμα μου να βράζει από θυμό. Στάθηκα στη γωνία ακίνητος. Ξαφνικά μια φωνή και ένας δυνατός ήχος αναστάτωσε τον κόσμο. Γύρισα προς την πλευρά του δρόμου και είδα μια κοπέλα ξαπλωμένη, φαινόταν αναίσθητη. Είχε χτυπηθεί από ένα διερχόμενο αυτοκίνητο. Πήγα κοντά της γρήγορα. Ήταν γεμάτη αίμα. Ένας άντρας φώναξε ότι είναι γιατρός και προσπάθησε να τη βοηθήσει. Της έβγαλε την μπλούζα και προσπάθησε με μαλάξεις να επαναφέρει το σφυγμό της. Το θέαμα μιας μισόγυμνης γυναίκας ήταν πρωτόγνωρο για μένα. Τα στήθη της ήταν γεμάτα αίμα και ένιωσα ένα παράξενο συναίσθημα να με κυριεύει. Έφυγα βιαστικά προς το σπίτι. Ένα ατύχημα είχε προκαλέσει την ερωτική μου διέγερση.
Όλο το βράδυ ξενύχτησα με τη μορφή αυτής της γυναίκας. Φαντασιώθηκα πως τη στιγμή που ήταν στο δρόμο ήμουν μόνος. Την πλησίασα, της έβγαλα τα ρούχα. Είδα τα στήθη της πλημμυρισμένα από αίμα. Έσκυψα και ταξίδεψα τη γλώσσα μου πάνω στο βελούδινο σώμα της, νιώθοντας τη γεύση του αίματος της στο στόμα μου. Δεν ξέρω πόση ώρα κοιμόμουν, όταν ξύπνησα από ένα φρικτό όνειρο. Η μητέρα μου εμφανίστηκε στο όνειρο και με το γνωστό, αυστηρό της ύφος με απέρριψε ακόμα μια φορά για τις νοσηρές μου σκέψεις. Ήμουν ένοχος, είχα αφήσει το Διάβολο να μπει στο μυαλό μου. Σηκώθηκα ιδρωμένος και προσπάθησα να συνέλθω. Πώς έγινα έτσι; Είχα πέσει πολύ χαμηλά, έπρεπε να σωθώ.
Το πρωί έφυγα αποφασισμένος να βρω τον παλιό μου εαυτό, θα πήγαινα στο μοναστήρι. Ταξίδεψα αρκετές ώρες μέχρι να φτάσω εκεί, στο βουνό. Το μοναστήρι ήταν μέσα στο δάσος και από την μια πλευρά υπήρχε ένας απόκρημνος βαθύς γκρεμός. Εδώ όλα ήταν ήρεμα. Ο ηγούμενος με υποδέχτηκε με χαρά, είχα να τον δω από την κηδεία της μητέρας μου και φάνηκε να ενθουσιάζεται με την παρουσία μου. Ύστερα από ορισμένες ανούσιες κουβέντες του, τον διαβεβαίωσα πως θα περνούσα εκεί όλη μου την άδεια, όπως τον παλιό καιρό. Οι μέρες περνούσαν ήσυχα και όταν πια πίστεψα πως έχω πραγματικά ηρεμήσει, πήγα να εξομολογηθώ αυτά που με είχαν ταράξει. Ο ηγούμενος με άκουγε προσεκτικά και με περιέργεια. Του εξιστόρησα τα περιστατικά, του μίλησα για το φιλί της κηδείας, το ατύχημα, τις φαντασιώσεις μου, το όνειρο. Η όψη του σκλήρυνε ξαφνικά, σηκώθηκε και βγήκε έξω από το ναό, προς το χείλος του γκρεμού. Τον ακολούθησα και τον πλησίασα.
“Δεν σε αναγνωρίζω”, μου είπε. “Εσύ ήσουν αγαθός και ενάρετος κάποτε, τώρα είσαι στο δρόμο του Διαβόλου.” Άπλωσα το χέρι να τον αγγίξω. “Το έλεος σου...” του είπα. Αποτραβήχτηκε βίαια. “Φύγε δεν αξίζεις πια, σ’ αυτόν τον τόπο δεν έχεις θέση. Η μητέρα σου είναι σίγουρα κοντά στο Θεό, εσύ διάλεξες τον Σατανά. Δεν θα βρεις λύτρωση!” Τα λόγια του ήταν σκληρά, αδίστακτα. Ακόμα μια φορά με απόδιωχναν έτσι. Στο πρόσωπο του είδα τη μητέρα μου, τα χρόνια που έφυγαν, είδα ξανά το κενό μου. Χωρίς να σκεφτώ, πλησίασα και με μια απότομη κίνηση τον έσπρωξα. Άκουσα την κραυγή του καθώς έπεφτε στο βαθύ γκρεμό. Αυτό που ένιωσα ήταν το αίσθημα της νίκης, της ελευθερίας. “Ήρθε ο καιρός να πέσεις και εσύ, άγιε. Σε πήρα μαζί μου”, ψιθύρισα. Κοίταξα γύρω, δεν υπήρχε κανείς. Μπήκα στο μοναστήρι αναστατωμένος. “Ο ηγούμενος έπεσε στο γκρεμό!” φώναξα και με μια απίθανη φυσικότητα περιέγραψα το γεγονός.“Είχα βγει από τον ναό όπου προσευχόμουν όταν είδα τον ηγούμενο στην άκρη του γκρεμού να ψάχνει τα γυαλιά του. Πριν προλάβω να πλησιάσω, γλίστρησε και έπεσε στο κενό! Ήταν τόσο φρικτό. Έχασα τον πνευματικό μου πατέρα”. Οι καλόγεροι πάγωσαν, επικράτησε αναστάτωση και ήρθαν συνεργεία να ανασύρουν το νεκρό.
Μετά από μερικές μέρες, έγινε η κηδεία και η επόμενη μέρα ήταν η μέρα της διαδοχής. Γίνονταν κρυφές συζητήσεις μεταξύ των καλόγερων για το ποιος θα τον διαδεχθεί. Ήταν απαίσιο, κανείς μας δεν θα πάει στον Παράδεισο. Οι πύλες της Κολάσεως μας προσμένουν. Έφυγα ύστερα από τρεις μέρες. Δεν ένιωθα τίποτα, καμία ενοχή δεν βασάνιζε το μυαλό μου. Ήθελα μόνο να διασκεδάσω. Το πρωί με βρήκε στο σπίτι μου πιο ελεύθερο από ποτέ. Η ζωή θα έβλεπε το άλλο μου πρόσωπο, μια αλλαγή ριζική είχε γίνει. Από ενάρετος γινόμουν κτήνος. Ήθελα ξαφνικά να ανακαλύψω όλες τις ηδονές, όσες ποτέ δεν κατάφερα να νιώσω. Μια αλλόκοτη δύναμη με κατέλαβε, μπορούσα πια να δοκιμάσω το απαγορευμένο, να παίξω στο μοιραίο παιχνίδι του πάθους και της βίας. Ωστόσο τίποτα από τα κοινά πάθη δεν με συγκινούσε, η δική μου απόδραση θα ήταν πιο βρώμικη, πιο αισχρή και από τις πιο ανίερες φαντασιώσεις μου. Όπως εκείνη που είχα δει πριν μια ώρα. Εγώ, και γύρω μου πολλές γυναίκες γυμνές. Ένα σύμπλεγμα σωμάτων σε ένα όργιο χωρίς οίκτο, χωρίς έλεος, χωρίς προηγούμενο. Η ηδονή, και μέσα σ’ όλα το άλικο ζεστό αίμα να αναβλύζει από τις πηγές των κοριτσιών. Πολλές ήταν αγνές παρθένες, τις έπαιρνα χωρίς οίκτο, χωρίς έλεος, τις πονούσα. Όμως η πραγματικότητα είναι αλλιώς, ξυπνώ απ’ το ταξίδι μου και βλέπω την αλήθεια. Σίγουρα πάντως δεν έχω λόγο να παραμείνω εδώ. Η φαντασίωση έγινε πια αυτοσκοπός και όλα με καλούν να βιώσω αυτό το τρελό μου όνειρο.
Το πρωί οι σκέψεις μου άρχισαν να με κουράζουν, ένιωθα καλά, όμως χρειαζόμουν λίγη γαλήνη. Ίσως έπρεπε να υπολογίσω ξανά τα πράγματα, ίσως τελικά να υπάρχει σωτηρία. Έτσι έφυγα από το πουθενά προς το πουθενά. Η κεντρική λεωφόρος με έβγαλε έξω από την πόλη. Μπροστά μου τώρα έβλεπα τα πρώτα χωριά, ανέβαινα ορεινά. Συνέχισα να οδηγώ ώσπου έφτασε νύχτα. Αποφάσισα να διανυκτερεύσω στο πρώτο χωριό που βρήκα. Έμεινα σε ένα παλιό πανδοχείο. Κοιμήθηκα γαλήνια και την επόμενη μέρα συνέχισα τον δρόμο μου. Ήμουν σχεδόν ευτυχισμένος, ήταν μια καλή ευκαιρία να λυτρωθώ και να ξεχάσω. Η μέρα ήταν συννεφιασμένη, τα σύννεφα βαριά, πράγμα που προμήνυε καταιγίδα. Σε λίγο πράγματι άρχισε να βρέχει. Έκανε κρύο παρόλο που ήταν αρχές άνοιξης. Θέλησα να πιω κάτι, ένα ποτό, πρώτη φορά να γευτώ το οινόπνευμα. Σταμάτησα σε ένα μαγαζί και αγόρασα ένα μπουκάλι κρασί. Το κοίταζα και εκστασιαζόμουν από το υπέροχο κόκκινο χρώμα του. Ήπια χωρίς μέτρο και σε λίγο το μπουκάλι είχε αδειάσει. Μη μαθημένος στο ποτό ένιωσα ζάλη και τα μάτια μου βάρυναν. Πάτησα το γκάζι και ξεπέρασα για πρώτη φορά τους ενδοιασμούς και φόβους μου. Πρώτη φορά πήγαινα τόσο γρήγορα, έβλεπα τα δέντρα να απομακρύνονται και δεν μπορούσα πια να σταματήσω. Ξαφνικά, έχασα τον έλεγχο και το αυτοκίνητο έπεσε με δύναμη πάνω σε ένα βράχο. Δεν θυμάμαι τίποτα άλλο.
Όταν συνήλθα ήμουν χτυπημένος στο κεφάλι και στα χέρια. Το αίμα μου, έτρεχε τόσο που τα ρούχα μου είχαν ήδη μουσκέψει. Ενώ το θέαμα ήταν φρικτό, μια παράξενη ικανοποίηση με συνεπήρε. Ήμουν μόνος και το αίμα που τώρα έβλεπα μου προκαλούσε μια περίεργη ηδονή. Πονούσα, όμως δεν είχα χάσει τις δυνάμεις μου. Άρχισα να περπατώ, σχεδόν σερνόμενος, στον έρημο δρόμο. Μετά από λίγη ώρα, πιο κάτω αντίκρισα ένα μοναστήρι. Κοντοστάθηκα, δεν ήθελα να βρεθώ σε ένα τέτοιο μέρος ξανά. Δεν μπορούσα όμως να κάνω διαφορετικά. Έφτασα στην εξώπορτα και εκεί παρέλυσα και λιποθύμησα. Με συνέφεραν δύο γυναίκες ντυμένες στα μαύρα, ήταν καλόγριες. Όχι θεέ μου πάλι, σκέφτηκα. Πονούσα ανυπόφορα και ήμουν εξαντλημένος. Θα έμενα εκεί μέχρι να γινόμουν καλά. Οι μέρες περνούσαν ήρεμα και τα πράγματα έδειχναν πως η κατάστασή μου καλυτέρευε. Τα σχέδια όμως άλλαξαν όταν αντιλήφθηκα κάτι περίεργο.
Ένα βράδυ η αδελφή Μαρία ήρθε στο κελί μου να μου προσφέρει λίγο τσάι. Κάθισε δίπλα μου και τότε της ζήτησα να με βοηθήσει να σηκωθώ από το κρεβάτι. Εκείνη με σήκωσε απαλά και τότε τα χέρια της άγγιξαν τη μέση μου. Δεν ήταν όμως μόνο αυτό, τα χέρια της κατευθύνθηκαν, καθώς με σήκωνε, πιο κάτω. Αυτή η καλόγρια με χάιδεψε στα απαγορευμένα σημεία. Ένιωσα παράξενα και ομολογώ πως πάλι ερεθίστηκα, αυτό όμως ήταν πραγματικότητα και όχι φαντασίωση. Της έπιασα το στήθος και εκείνη άρχισε να αναπνέει βαριά. Της έσκισα τα ράσα και την έριξα στο κρεβάτι. Όλο το βράδυ αυτή η καλόγρια μου απέδειξε περίτρανα πόσο κολασμένη ήταν.
Το πρωί όλα ήταν τα ίδια, εκείνη συμπεριφερόταν εντελώς φυσιολογικά σαν να μην είχε συμβεί ποτέ το περιστατικό. Το μυαλό μου άρχισε να θολώνει, μήπως πάλι είχα χαθεί στην παράνοια, είχαν αλήθεια συμβεί όλα αυτά; Οι άρρωστες σκέψεις με κυρίευαν για ακόμα μια φορά. Οι ώρες που περνούσαν με τρέλαιναν, το απόγευμα είχα πια χαθεί. Ήμουν πάλι ο παλιός άρρωστος εαυτός μου. Όταν νύχτωσε άνοιξα την πόρτα και βγήκα στο διάδρομο. Έφτασα στην κουζίνα, όπου έψαχνα ένα σύμμαχο... και τον βρήκα. Ένα μαχαίρι κρεμόταν στον τοίχο. Το άρπαξα και πήγα να βρω τη φαντασίωσή μου. Η Μαρία κοιμόταν μαζί με δύο άλλες καλόγριες, όμως αυτό δεν με εμπόδισε. Πλησίασα τη Μαρία και με μια απλή κίνηση του μαχαιριού, έκοψα το λαιμό της. Είδα ξανά το αίμα, αυτήν την ηδονική του θέα και ήπια από το ποτό της ζωής. Το ίδιο έκανα και στην δεύτερη, όμως δυστυχώς το τέρας μέσα μου δεν είχε χορτάσει. Όταν πήγα κοντά στην τρίτη, αυτή ξύπνησε. Της έκλεισα το στόμα και ακούμπησα το μαχαίρι στο λαιμό της. “Μη μιλάς γιατί θα σε σφάξω”, ήθελα να της φερθώ με ιδιαίτερο τρόπο, αυτές οι καλόγριες ήταν πράγματι πόρνες. Σαν πόρνη την πήρα. Καθώς τελείωνα, της τράβηξα τα μαλλιά και την έσφαξα.
Βγήκα γεμάτος αίμα από το δωμάτιο, με την ηδονή του έρωτα και της σφαγής. Πήγα προς την σόμπα που έκαιγε ακόμα. Ένα μπιτόνι πετρέλαιο θα βοηθούσε. Περιέλουσα τα άψυχα σώματα και το διάδρομο και έβαλα φωτιά. Έτρεξα προς την έξοδο και είδα τα κλειδιά των κεντρικών εισόδων. Έπρεπε να βιαστώ, άκουγα ήδη τις καλόγριες να ουρλιάζουν ζητώντας βοήθεια. Βγήκα, κλείδωσα την πόρτα και έσπασα το κλειδί μέσα στην κλειδαριά, για την περίπτωση που είχε αντικλείδι η Ηγουμένη. Την ίδια διαδικασία επανέλαβα και με τις άλλες δύο εξόδους, δεν υπάρχει σωτηρία πλέον για αυτές. Έφυγα και ανέβηκα στον απέναντι λόφο. Τώρα είμαι ήρεμος, καθώς γράφω αυτές τις τελευταίες λέξεις αναρωτιέμαι ποιος είμαι. Που αρχίζει η αλήθεια και που τελειώνει η φαντασία; Ένας τρελός, ένας δαίμονας ή μήπως ένας νέος βρικόλακας;

No comments:

Post a Comment