Ο Αυγουστίνος δεν μπορούσε να ξεχάσει τη λύπη που ένιωσε εκείνο το κόκκινο μεσημέρι. Όλα μύριζαν αίμα και η γεύση στο στόμα ανακαλούσε μία ανάμνηση στο κεφάλι του. Κουλουριασμένο κορμί, κοκαλιάρικο, άσπρο δέρμα που έχει μια γκρίζα απόχρωση κάτω από το φως του ήλιου και κείνα τα κόκκινα λυπημένα μάτια. Ο αλμπίνος που έζησε χίλια χρόνια φυλακισμένος, μέσα σε μια μέρα με κάγκελα, σα κελί. Μια μέρα που μέσα της δεν υπήρχε ποτέ ηρεμία, μόνο αρπακτικά της ερήμου με κοφτερά νύχια, πετούσαν και κράζαν από τον ουρανό. Ο Αυγουστίνος ήταν ο μόνος που είχε δει αυτόν τον αλμπίνο, το φάντασμα, μέρα μεσημέρι στο όνειρο του. Τα χέρια του και το στήθος του μούδιαζαν στην όψη της μνήμης του φαντάσματος. Ήταν ένας αλμπίνος παγιδευμένος στην ιστορία που του φτιάξαν οι Θεοί με τις μακρυές, ματωμένες πένες τους. Έτσι κοκαλιάρης, ταξίδευε ξυπόλητος στο κελί του, ψάχνοντας πάντα την πορτοκαλιά δύση, μα τίποτα δεν ηρεμούσε σε εκείνο το κελί που έμοιαζε με πολιτεία. Όλα φαινόντουσαν αληθινά, μα μόλις τα άγγιζες, εξαφανίζονταν και στη θέση τους έμενε κίτρινη σκόνη από θειάφι και μια θανατερή μυρωδιά έμπαινε στη μύτη σου. Έτσι είπε την ιστορία του ο αλμπίνος στον Αυγουστίνο, και εκείνος με τη σειρά του έκλαψε σαν μικρό παιδί αδικημένο στη αγκαλιά της μάνας. Η καρδιά του Αυγουστίνου πόνεσε γιατί βρήκε τη χαμένη του σκιά σε κείνο το φάντασμα, σε κείνο το κοκαλιάρικο πλάσμα που πέθαινε στο κελί του και ξαναγεννιόταν το ίδιο ξανά και ξανά για πάντα σε όλα τα χρόνια.
No comments:
Post a Comment