Bloodcult's blog with film and book reviews, past articles about Art, History, Mythology, Literature, Cinema, Philosophy and much more. For now, available only in Greek.

Saturday, April 23, 2011

Ο Καταραμένος Κλέφτης

«Θέλω να πάρω λίγα άνθη για εκείνη, μα δεν έχω τα φράγκα να τα αγοράσω τίμια. Τί να κάνω, τί να κάνω; Δεν είμαι κλέφτης μήτε ελεεινός λωποδύτης.» Είπε από μέσα του ο πάτερ Τζάροου καθώς πήγαινε, στηριζόμενος στα δυο του ρημαγμένα πόδια, στην αγορά που ήταν γεμάτη με καπνούς από την πολυκοσμία και μυρωδιές από τα φαγητά και τα εμπορεύματα. «Ας ήταν να είχα περισσότερα να ξοδέψω, μα αυτά που ήδη έχω, που είναι σχεδόν η φόδρα της τσέπης μου, δεν φτάνουν μήτε για ένα ξερό καρβέλι, να φάω και να ξεμεθύσω λίγο.»
«Ας πάω στο μεγάλο κατάστημα, εκεί στην άκρη, να δω τι μπορώ να κάνω», είπε από μέσα του ο πάτερ καθώς προχωρούσε πάνω στους χαλικόστρωτους, λασπωμένους δρόμους που του είχανε χαράξει τα κάρα και οι βροχές του φθινοπώρου. Αυτή η διάβαση, όπου ο πρώην ιερωμένος περπατούσε, «αυτή η πολύ-περπατημένη διάβαση, είναι η αρένα των θηρίων», όπως έλεγε και ο ίδιος, είναι η κεντρική αρτηρία της μικρής πόλης όπου ζουν στριμωγμένοι και τρομαγμένοι από τον επικείμενο, σκληρό χειμώνα, οι άνθρωποι και τα παιδιά που είχαν την ατυχία να ξέρουν αυτόν εδώ τον παπά.
Καθώς σέρνει το σαθρό του κορμί και το δεξί, κουτσό του πόδι, πάνω στο χώμα και πατάει τα σκισμένα του υποδήματα, ο πάτερ Τζάροου κοιτάει απέναντι και καρφώνει το χαμένο του βλέμμα πάνω σε μια γνωστή, αντρική, μορφή. «Τί κάνετε κ. Τζάροου;», αποκρίνεται ευγενέστατα και με μεγάλη δουλοπρέπεια προς τον πάτερ η αντρική μορφή, που τώρα ήταν σχεδόν δίπλα του, χαμογελώντας αυτάρεσκα. «Καλά, καλά» απαντάει κοφτά και απότομα ο παπάς. Δεν ήθελε να τον ξέρει. Αυτή η ατυχής συνάντηση έκανε τα μάτια του να στάξουν σταγόνες αίματος και τα σωθικά του να γυρίσουνε ανάποδα. Ναι, ο πάτερ δεν συμπαθούσε κανέναν επίδοξο μνηστήρα των γλυκών του θυγατέρων και κατά πόσο μάλιστα της δεύτερής του, της πιο αγαπημένης του, Άννας. «Ακούς εκεί; Να τολμάει να μου μιλάει ο ανίδεος, ο χωριάτης, ο φτωχός!», μουρμούρισε, παραπατώντας στα χαλίκια ο γέρος παπάς. Ήταν πολύ φτωχός για τα ακριβά του γούστα. «Ηλίθιε, απατεώνα, αναιδέστατε, δεν θέλω να σε ξέρω», έβριζε, φτύνοντας φαρμάκια από το ξεραμένο του στόμα ο παπάς. «Δεν είμαι κλέφτης, δεν είμαι κακός, όχι, όχι, μα πρέπει να της πάω τα άνθη που της υποσχέθηκα, ναι, ναι πρέπει», συνέχισε να σκέφτεται, ασυνάρτητα, το μυαλό του, σαν να ξέχασε στη στιγμή εκείνη την ατυχή συνάντηση με τον νεαρό.
Τρεις κόρες και ένα ετοιμοθάνατο σκυλί, περίμεναν τον παπά-Τζάροου στο σπίτι, στο παλιό του αρχοντικό. «Ξέφτισες και συ παλιόσπιτο, ξέφτισες από τους ανέμους των χρόνων. Εκείνον τον χειμώνα τον βαρύ θυμάμαι και κλαίω. Τότε ήταν που σε έχασα καλή μου.» Μπροστά του πλέον ορθωνόταν η μεγάλη είσοδος της αγοράς.
«- Να! Να ‘τος ο τσιγκούναρος, ο βρωμό-παπας», ψιθύριζαν οι φωνές στην αγορά τώρα που πάτησε το καλό του πόδι, ο παπάς μέσα στη μεγάλη στοά.
«- Δες τον που κουτσαίνει, τσιγκουνεύεται να περπατήσει σωστά, παριστάνει τον άρρωστο τάχα, μα θα μας θάψει όλους μια μέρα να το θυμάστε!»
«- Ο χαζός νομίζει πως δεν τα ξέρουμε όλα. Έχει τα σεντούκια του θαμμένα στο χώμα και μας το παίζει φτωχούλης και παράλυτος, ο άθλιος!»
Οι φωνές κεντρίζανε τ’ αυτιά του παπά, που λες και δεν ήταν ψίθυροι, μα κραυγές, και θέριζαν την καρδιά του γέρου. Τα πονηρά μάτια και τα γελάκια ανασκάλευαν τα νεύρα του, όσα είχαν απομείνει σε κείνο το ξεγανωμένο σώμα. Το μαύρο παλτό του κυλιόταν μέσα στις ακαθαρσίες του πεζόδρομου. Η γυναίκα του, η Ερμιόνη, είχε πεθάνει εδώ και 25 χρόνια τώρα, από λευχαιμία. Λένε πως τον τιμώρησε ο θεός για τις αμαρτίες του. Έκανε λαθρεμπόριο άγιων εικόνων, όπλων, σύχναζε σε ύποπτες λέσχες, έλεγαν πως ήταν ιδιοκτήτης πορνείου στα νιάτα του, χαρτοπαίκτης και πότης (σε αυτό το τελευταίο δεν χωράει αμφιβολία) και πως στον πόλεμο που είχε γίνει πριν από 20 χρόνια, ήταν από τους πρώτους προδότες και λιποτάκτες που αναζητούσε η στρατιωτική αστυνομία. Ένας θεός ξέρει, λένε, πως τα κατάφερε και τα κουκούλωσε και δεν τον κλείσανε στο κελί. Έγινε ιερωμένος, λένε, για να γλιτώσει από τις τιμωρίες του νόμου για τους φόνους και τα σπίτια που είχε κλείσει. Λένε πως είχε τέτοια επιρροή στην εξουσία της πόλης, πριν τον πόλεμο, τόση, που όσοι του χρωστούσαν λεφτά ή χάρες, τους τα ξεπλήρωνε με αίμα και φωτιά. Ο παπάς του Σατανά, τον φώναζαν χαρακτηριστικά.
Συχνά ο παπάς αποκαλούσε το θάνατο της γυναίκας του ένα δώρο του διαβόλου. Ήταν τόσο οργισμένος, μα τόσο οργισμένος! Έτσι είχε καταντήσει χτικιάρης, ένας αδύναμος γεροντάκος, μα τον συντηρούσαν οι κόρες του που δούλευαν σκληρά ως ράφτρες στην μεγάλη βιοτεχνία της πόλης. Ήταν κάποτε ζάπλουτος, μα όταν τελικά τα έχασε όλα, όταν η γυναίκα του άφησε την τελευταία της πνοή στην ηλικία των τριάντα ετών, «Νέα και όμορφη ήτανε, γλυκιά και ξανθιά, μα πέθανε η άμοιρη μια νύχτα στον ύπνο της και εγώ δεν μπορούσα να κάνω τίποτα, ούτε και ο γιατρός», όπως συνήθιζε να λέει ο παπάς. Από τότε εκείνος το ‘ριξε στο ποτό, το χασίς και τη χαρτοπαιξία. Έχασε όσα του είχαν απομείνει σε ένα μήνα, μα οι κόρες του, που τον λατρεύανε και τον αγαπάγανε γιατί δεν είχανε χορτάσει γλυκό μητρικό χάδι, δεν του παραπονεθήκανε ποτέ για την κατάπτωσή τους, σε αντίθεση με εκείνον που ήταν όλο μουρμούρα και θυμό για τα χάλια του. Παρόλα αυτά όμως, ο παπάς ήταν εξαιρετικός και στοργικός πατέρας. Μεγάλωσε τα παιδιά του σωστά και ευσυνείδητα.
Ο παπάς τρέκλιζε ανάμεσα στα δρομάκια της αγοράς, παραμιλώντας, ρίχνοντας βρισιές και κατάρες δεξιά και αριστερά σε όποιον έβλεπε να τον χλευάζει ή να τον κοροϊδεύει. «Θα έρθει και η σειρά σας παλιοτόμαρα, θα έρθει και η δικιά σας η μοίρα, με το σπαθί στα χέρια και θα σας κόψει τα φτερά για τις αμαρτίες που κάνατε!». Παρηγορούσε τον εαυτό του με θυμό.
«Μα όχι δεν θέλω να σας δω και σας στα χάλια μου, πού να ξέρατε τον πόνο που ‘χω εγώ, σαν το ποτάμι κυλά στις φλέβες και σαν ξυράφι τεμαχίζει την καρδιά μου. Πως τα ‘χασα όλα και πως έχασα την κυρά μου μόνο ο θεός το ξέρει, δεν γνωρίζετε εσείς τι περνώ!» Οι σκέψεις τον τρώγανε, μα του δίνανε και δύναμη να μην πάρει μαχαίρι και ορμήσει σε κανέναν άνθρωπο και βγάλει, πάνω του την οργή και το μίσος που έτρεφε ο ίδιος για τον εαυτό του τόσα χρόνια.
«Σαν τότε, μια εποχή που έπινα και έπινα και έπινα και δεν σταμάταγα ποτέ. Μόνο σαν λιποθυμούσα από το οινόπνευμα, που ’χα αντί για αίμα, μόνο τότε σταμάταγα να πίνω. Στεναχώρια και γκίνια στο χαρτί το αναθεματισμένο που να το πάρει και να το σηκώσει ο διόβολος! Δε πα να λέγανε οι ηγούμενοι και οι επίσκοποι στη σχολή, εγώ τους είχα ξεχασμένους μονομιάς μόλις έβανα στα χείλη μου το μπουκαλάκι μου, που ’χα πάντα στην τσέπη. Δεν άκουγα μήτε θεό μήτε ψαλμό! Μα τότε αυτή πέθανε και γω μαράζωσα και τα ’χασα όλα και δεν ήξερα αν ήμουνα νεκρός ή ζωντανός. Όλα μπροστά μου είχανε το ίδιο χρώμα και μόνο η μορφή της μου ‘ριχνε μια στάλα φως στο πηγάδι μου. Μα ήτανε πια νεκρή αυτή, νεκρός και εγώ!». Έτσι συλλογιζότανε πικρά, τρεκλίζοντας. Μα πού ήθελε να φτάσει ο παπά-Τζάροου; Είχε διανύσει σχεδόν τη μισή αγορά, βρίζοντας και αναθεματίζοντας τον εαυτό του και τους άλλους.
«Διάβολε πως κατάντησες το κορμί μου! Κάνε αυτά τα στόματα να πάψουνε και να σφαλίσουνε για πάντα, να μην λένε για την κατάντια μου. Αυτό εδώ το ξερό κορμί κουράστηκε πια!»
«Να πάω να πάρω λίγα άνθη, να στολίσω το μνήμα σου καλή μου Ερμιόνη. Εγώ άλλη αγάπη δεν βρήκα στη ζωή μου την πονεμένη.» Τα μουρμουρητά τώρα δυνάμωναν και οι σκέψεις γινόντουσαν φωνή στα χείλη του παπά. Καθώς πήγαινε, γρήγορα τώρα, επηρεασμένος από τις πηχτές σκέψεις του, παραπάτησε πάνω στην ουρά μια μαύρης, κατάμαυρης σαν το κατράμι, γάτας.
«-Πόου! Πόου μικρέ μου, έλα εδώ γρήγορα!», ακούστηκε μια γυναικεία φωνή μέσα από το γραφείο τελετών “Ο μακάριος πεθαμένος”, να φωνάζει με μητρική φωνή στη γάτα, σαν να την μάλωνε. Μια γυναίκα με ασθενικά μάτια και χλωμή σαν το κερί βγήκε και μάζεψε τη μαύρη γάτα από τα πόδια του παπά-Τζάροου.
«Αναθεματισμένο ζωντανό! Κακό σημάδι. Μα δε με νοιάζει πια τίποτα. Οι προλήψεις δεν με αγγίζουν τώρα, ακούς Ερμιόνη;», σκέφτηκε χωρίς να αποκριθεί καν στην χλωμή γυναίκα με την γάτα στην αγκαλιά της, που τον κοιτούσε σαν κάτι να της θύμιζε από τα παλιά.
Μετά άρχισε ο ουρανός να βρέχει και ο παπά-Τζάροου μπήκε στο πρώτο ανθοπωλείο που βρήκε μπροστά του βιαστικά. «Δεν έχω φράγκο για τριαντάφυλλα», σκέφτηκε στην όψη των χρωματιστών ρόδων και του εχθρικού βλέμματος του ανθοπώλη, που πάγωνε την καμπούρικη του πλάτη. Ο λουλουδάς τον ήξερε σαν τσιγκούναρο και γερο-ξεκούτη. «Ποτέ δεν ήμουνα τσιφούτης, ακόμα και τώρα που δεν έχω τίποτα, να, θέλω να της πάρω τριαντάφυλλα να της ομορφύνω το κρύο μάρμαρο που μένει. Αν δεν ήτανε και αυτό το πιοτό το καταραμένο!», συλλογίστηκε και άρπαξε μια αρμαθιά τριαντάφυλλα από τον πάγκο, τρυπώντας τα χέρια του από τ’ αγκάθια. Ο λουλουδάς τον κοιτούσε με άγρυπνο μάτι και τον μισούσε γιατί άκουγε όλους που του λέγανε πως ο παπάς ήτανε δολοφόνος και πότης, και αυτός δεν ήθελε ανήθικους ανθρώπους να του λερώνουν το τίμιο μαγαζί του. Ο παπάς άρχισε να τρεκλίζει γρήγορα, έμοιαζε σαν πληγωμένο ζώο που ήθελε να ξεφύγει από τα δόντια του κυνηγού του, και έβαλε πλώρη για τη έξοδο του ανθοπωλείου. Μα ο λουλουδάς, ο δήμιος, κατάλαβε στη στιγμή τον κλέφτη και με μιας άρπαξε το χοντρό του το ρόπαλο, από τον πάγκο, που το ‘χε φυλαγμένο για του κλεφταράδες, και το προσγείωσε με όλη του τη δύναμη στο καύκαλο του γερο-παπά. Κρακκκκ! Ακούστηκε ένας πνιχτός ήχος από οστά που θρυμματίζονται και με μια μικρή κραυγή ο παπάς σωριάστηκε στο κρύο δάπεδο του ανθοπωλείου, νεκρός. Δεν έβγαλε άχνα ο παπάς. Το αίμα άπλωσε, φρικτά και αργά στο πάτωμα, γύρω από τα λασπωμένα υποδήματα του ανθοπώλη, που τώρα βρισκόταν πάνω από το πτώμα.
Ο πατήρ Τζάροου πέθανε ακαριαία. Τον θάψανε δίπλα στο μνήμα της γυναίκας του, στο μνήμα που από καιρό είχε ετοιμάσει ο ίδιος, περιμένοντας από στιγμή σε στιγμή το θάνατο, όπως συχνά έλεγε. Πάνω στην ταφόπλακα διακρίνονταν, με μαύρα μεγάλα σκαλιστά γράμματα, η επιγραφή: “Γ. Π. ΤΖάροου 1850-1920. Ο θεός ας αναπαύσει την ψυχή μου. Αν όχι, δεν πειράζει, θα την ταλαιπωρεί ο Διάβολος για πάντα.” Γράφτηκε μετά από ρητή εντολή του ίδιου στις κόρες του πριν από αρκετά χρόνια.
Όλη η πόλη, κλέφτη τον βάφτισε, μετά το περιστατικό στο ανθοπωλείο. Ο φονιάς λουλουδάς αθωώθηκε λόγω αμφιβολιών, αυτοάμυνας και προστασίας της περιουσίας του. Φυσικά στην αθωωτική απόφαση των δικαστών βοήθησε και η κακή φήμη του παπά. Οι τρεις του θυγατέρες χύσανε δάκρυα, ποτάμια.
Μόνο αυτές τον αγαπούσανε. Τελικά και οι τρεις τους παντρευτήκανε δυνατούς άντρες, που αν ζούσε ο παπάς-πατέρας τους σίγουρα δεν θα το επέτρεπε λόγω της κοινωνικής τους θέσης, σαν φτωχότερους. Καμία όμως δεν είχε καλή τύχη στη ζωή της.
Η μικρότερη πέθανε, μετά από τρία χρόνια από το θάνατο του πατέρα της, από λευχαιμία, σαν τη μάνα της. Η δεύτερη κόρη έζησε ως τα τριάντα της, αλλά άφησε την τελευταία της πνοή στα χέρια του μεθυσμένου της συζύγου (αυτός που είχε τολμήσει να χαιρετήσει τον παπά-Τζάροου σε εκείνο τον δρόμο), ένα βράδυ που ο δεύτερος τα είχε τσούξει για τα καλά μετά από τσακωμό που είχαν. Η τελευταία κουβέντα της ήταν, πριν την στραγγαλίσει, απευθυνόμενη στον εξοργισμένο άντρα της: «Αν ζούσε ο πατέρας μου θα σε έπνιγε με τα δυο του χέρια για αυτό που έκανες, φτωχο-μπινέ!». Τέλος, η πρώτη κόρη του, σκοτώθηκε προσπαθώντας να διώξει από το μαγειρεμένο της φαγητό μια μαύρη γάτα. Είχε εμφανιστεί από το πουθενά στην κουζίνα της και η γυναίκα, στην προσπάθεια της να την διώξει, έπεσε γλιστρώντας, με το κεφάλι πάνω στη μυτερή γωνία του τραπεζιού, μένοντας στον τόπο. Το μόνο παράξενο που παρατηρήθηκε κατά την έρευνα της αστυνομίας ήταν πως, η από καιρό αμπαρωμένη πόρτα του υπογείου του σπιτιού της, βρέθηκε, μια χαραμάδα ανοιχτή. «Από εκεί μόνο μια γάτα θα μπορούσε να είχε περάσει.», σκέφτηκε ο επιθεωρητής. Η μαύρη γάτα δεν βρέθηκε ποτέ.

No comments:

Post a Comment