Bloodcult's blog with film and book reviews, past articles about Art, History, Mythology, Literature, Cinema, Philosophy and much more. For now, available only in Greek.

Saturday, April 23, 2011

Από την Christabel στο Underworld: Δυο αιώνες λογοτεχνικής και κινηματογραφικής παρουσίας


Στη συζήτηση αυτή ρίχνουμε μια ματιά στις διαφορετικές μορφές της βαμπιρικής φιγούρας με αφορμή την ταινία “Underworld”, η οποία αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα της εξέλιξης αυτής. (Προειδοποίηση: Στο τέλος της ανάγνωσής σας υπάρχει περίπτωση να πείτε: “Αηδίες! Ο βρυκόλακας δεν είναι μια σύνθετη κοινωνικό-σεξουαλικό-ψυχαναλυτική συμβολική μορφή που αντικατοπτρίζει εμάς. Είναι ένα υπέροχο απέθαντο πλάσμα που πίνει αίμα, ρίχνει ξύλο και σκοτώνει. Αυτά!” Μην ανησυχήσετε. Λέγεται “άρνηση”! Αστειεύομαι. Ο καθένας μας διαλέγει τον βρυκόλακα που του ταιριάζει.)

Underworld” (2003)
Η ταινία συνεχίζει στη μεταμοντέρνα εξέλιξη του βαμπιρικού μύθου και ειδικότερα στην μετά- “Gattaca” εποχή που χαρακτηρίστηκε από τη μορφή του “Blade”. Βασικά στοιχεία αυτής της εποχής είναι η αντιμετώπιση του βρυκόλακα ως ένα άλλο είδος (μια μειονότητα) και η οργάνωση του σε κοινότητες που διέπονται λίγο πολύ από ανθρώπινα χαρακτηριστικά: Συμμαχίες, προδοσίες, μυστικά, συναισθηματικά κίνητρα, οικογενειακές ιστορίες. Το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινείται έχει μεταλλαχτεί από τον “Κάτω Κόσμο” σε μια μορφή “Υποκόσμου”. Επιπλέον, οι οργανωμένες αυτές κοινότητες διαθέτουν οικονομική ισχύ, δραστηριοποιούνται επιχειρηματικά και έχουν πρόσβαση στην επιστήμη και τις βιοτεχνολογίες.
Στα θετικά της ταινίας το σενάριο. Είχε μια ενδιαφέρουσα πλοκή που εντάσσεται με αξιώσεις στον κινηματογραφικό βαμπιρικό μύθο των τελευταίων χρόνων. Παρασκήνιο και προσωπικές φιλοδοξίες, κάποτε με τη μορφή μεγαλόπνοων ή προστατευτικών σχεδίων για το είδος. Η βιοτεχνολογία έχει την τιμητική της για άλλη μια φορά. Ένα νέο είδος εμφανίζεται στην οικογένεια των πρώην-μεταφυσικών-νυν-εξανθρωπισμένων πλασμάτων.
Ο σεναριογράφος δημιουργεί έναν τύπο βρυκόλακα με πολλές αδυναμίες, όπως αναφέρει ήδη από την αρχή της ταινίας («η σελήνη έχει χάσει την δύναμή της»), αδυναμίες φυσικές αλλά και συναισθηματικές. Ο οπαδός της κλασσικότερης μορφής του βρυκόλακα δικαιολογημένα θα έχει πολλές ενστάσεις: βρυκόλακες που δεν πετούν (για shape-changing ούτε λόγος φυσικά), είναι μάλλον αργοί και δεν φαίνεται να έχουν ιδιαίτερα καλή σχέση με τον θάνατο (άλλοτε πνίγονται (!), άλλοτε κρατούν πένθος αιώνων για τους αγαπημένους που έχασαν). Κίνητρα των πράξεων τους είναι η εκδίκηση, η προσωπική φιλοδοξία, η ανασφάλεια ή ο έρωτας. Με άλλα λόγια, βρυκόλακες εξανθρωπισμένοι. Η προσέγγιση αυτή ακολουθεί την βασική γραμμή της μεταμοντέρνας βαμπιρικής μορφής: όσο μειώνεται η μεταφυσική της διάσταση, τόσο αυξάνεται η κοινωνική της πολυπλοκότητα.
Η δύναμη του σεναρίου, ως προς την δραματική πλοκή, εντοπίζεται στην εναλλαγή των χαρακτήρων ταύτισης, δηλαδή ο θεατής μεταφέρει την συμπάθειά του σε διαφορετικά πρόσωπα κατά την εξέλιξη της ταινίας, αποφεύγοντας την μονολιθική διάκριση τύπου «αυτός είναι ο καλός, αυτοί οι κακοί».
Δυστυχώς, θεωρώ ότι το σενάριο υπονομεύτηκε από μια μέτρια και ανασφαλή σκηνοθεσία που παράπαιε ανάμεσα σε δράση τύπου Matrix, στην επιθυμία δημιουργίας μιας επιβλητικής γοτθικής ατμόσφαιρας και ενίοτε και σε μια βιντεοκλιπίστικη διάθεση. Όσον αφορά στις ερμηνείες, στην διανομή των ρόλων και στα γυρίσματα των σκηνών που είχαν ατάκες, ο σκηνοθέτης μάλλον έπινε καφέ με την ομάδα ειδικών εφέ. Τουλάχιστον η πρωταγωνίστρια (Kate Beckinsale) ήταν αξιοπρεπής και μέσα στο κλίμα. Φυσικά, η ταινία δεν μπόρεσε να αποφύγει κάποια κλισέ και γελοιότητες (βλέπε και Blade II): 1) Το πρώτο δεκάλεπτο είναι προσβολή για τους φανατικούς οπαδούς του Matrix. 2) Η εκνευριστική επανάληψη της λέξης life (να ήταν τουλάχιστον unlife). 3) Τα ατελείωτα πένθη και άλυτα οιδιπόδεια συμπλέγματα, ο υπερβολικός συναισθηματισμός. 4) Η τυφλή αναζήτηση ενός καινούργιου και εντυπωσιακού τρόπου έκβασης της τελικής μάχης, που προκάλεσε τα γέλια και τις αποδοκιμασίες του κοινού (αναπολεί κανείς τις παλιές καλές μέρες ενός αξιοπρεπούς παλουκώματος και ενός κλασσικού αποκεφαλισμού). 5) Εντάξει, καταλάβαμε ότι θα έχει και Sequel! Μεγάλο μείον της ταινίας: η μουσική επένδυση. Ανεπαρκής, αδιάφορη, ανύπαρκτη, αποτυχημένη, η επιλογή της λέξης δικιά σας.
Η μετάλλαξη της βαμπιρικής εικόνας
Ο βρυκόλακας ως λογοτεχνική μορφή διατηρεί αμείωτη την δημοτικότητά του. Τα τελευταία χρόνια, καθηγητές φανταστικής και γοτθικής λογοτεχνίας, ψυχολόγοι και ψυχαναλυτές αναζήτησαν τα αίτια αυτής της παρατεταμένης παρουσίας και τα ανακάλυψαν στην πολυπλοκότητά του, που επιτρέπει τον συμβολισμό πολλών θεμάτων, και στην προσαρμοστικότητα του, στην ικανότητά του να αλλάζει μορφές ακολουθώντας τις αλλαγές της κοινωνίας που συμβολίζει. Οι vampire scholars, λοιπόν, διακρίνουν δύο διαφορετικά «είδη» βαμπιρικών εικόνων: τον παλιό βρυκόλακα, ή βρυκόλακα της ρομαντικής εποχής και τον νέο ή μεταμοντέρνο βρυκόλακα.
Ο Βρυκόλακας της ρομαντικής εποχής
Στην πρώτη κατηγορία περιλαμβάνονται όλες οι βαμπιρικές φιγούρες από το Der Vampir του Οσσενφελδερ (1748), το πρώτο ποίημα με σχετικό περιεχόμενο, έως και τα μέσα της δεκαετίας του 1970. Οι βασικότερες μορφές αυτής της περιόδου είναι σι αισθησιακές βαμπίρισσες με τις ομοερωτικές τάσεις που πρωταγωνίστησαν στο ποίημα Christabel του Samuel Taylor Coleridge (1798) και στο μυθιστόρημα Carmilla του Sheridan Le Fanu (1872), ο πασίγνωστος Δράκουλας του Bram Stoker (1897) και η κινηματογραφική ενσάρκωσή του από τον Bela Lugosi στην ταινία Dracula (1931) του Tod Browning, τον ηθοποιό που δημιούργησε μια ανεξίτηλη εικόνα για μια οντότητα που για τους περισσότερους υπήρχε μέχρι τότε μόνο σε σελίδες. Ο παλιός αυτός βρυκόλακας, απετέλεσε ένα εξαιρετικό μέσο για την έκφραση πολλών και διαφορετικών θεμάτων, κάποια από τα οποία αποτελούσαν ταμπού της εποχής: για παράδειγμα, εκτός από την αθανασία και την σωματική και ψυχική μεταμόρφωση, οι λογοτέχνες του 18ου και του 19ου αιώνα πραγματεύονται και θέματα όπως είναι οι καταχρηστικές σεξουαλικές και κοινωνικές σχέσεις, η υποκρισία μιας εξωτερικά καθωσπρέπει κοινωνίας και η σχέση εξουσίας, τρόμου και πάθους. Η αμφιλεγόμενη φύση του ως «πηγή ερωτικής αγωνίας και διεφθαρμένης επιθυμίας» απευθυνόταν σε βασικούς φόβους και απαγορευμένες επιθυμίες της εποχής του, στα οποία ήταν ιδιαίτερα ευάλωτοι οι άνθρωποι της εποχής εκείνης αλλά, σε κάποιο βαθμό, και της σημερινής.
Ο Μεταμοντέρνος Βρυκόλακας
Η δεύτερη μεγάλη περίοδος του βαμπιρικού μύθου ξεκινά το 1976 με την δημοσίευση του πρώτου βιβλίου της Anne Rice “Συνέντευξη με τον Βρυκόλακα”, και συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Οι μεταμοντέρνοι βρυκόλακες, ως επί το πλείστον, χαρακτηρίζονται από τα εξής:
1.Η μετάβαση στην πόλη: Οι νέοι βρυκόλακες δεν περιπλανώνται στις ερημικές τοποθεσίες που στοιχειώνουν, αλλά ακολουθώντας την τροφή τους, εμάς δηλαδή, μετακόμισαν στις μεγάλες πόλεις. Κυκλοφορούν ανάμεσα μας, όχι ιδιαίτερα κρυμμένοι, αφού λίγα πράγματα κάνουν πλέον εντύπωση ως παράξενα στις κοινωνίες μας. Οι πόλεις τους δεν έχουν όνομα («η αιώνια γοτθική πόλη» χαρακτηρίζεται από τους δημιουργούς του Underworld) ή είναι δυτικές μεγαλουπόλεις. Σαν άλλοι παγκοσμιοποιημένοι πολίτες ασπάζονται, σε γενικές γραμμές το «όπου γης και πατρίς».
2.Είναι κοινωνικοποιημένοι: Αυτό συμβαίνει σε δύο επίπεδα. Αφενός, ως γνήσιοι κάτοικοι της μεγαλούπολης, βιώνουν φόβο και μοναξιά. Για τον λόγο αυτό οργανώνονται σε κοινότητες και έχουν τους χώρους όπου συγκεντρώνονται, διασκεδάζουν και τρέφονται. Αφετέρου, έχουν αναπτύξει μια οικονομική σχέση με την ανθρώπινη κοινωνία. Εργάζονται, «γιατί ακόμα και σι απέθαντοι χρειάζονται χρήματα για να κινηθούν», όπως αναφέρεται σε μια ταινία του είδους. Ο νέος βρυκόλακας επαγγέλλεται αστέρας της ροκ ή αστυνομικός ντετέκτιβ ή είναι λάτρης της τέχνης. Κάποιες φορές χρησιμοποιεί τις ιδιότητές του για να κερδίσει χρήματα: ανεβάζει θεατρικές παραστάσεις με βαμπιρικά θέματα και ρεαλιστική σκηνοθετική άποψη ή μισθώνεται ως πληρωμένος δολοφόνος.
3.Δεν είναι πια η ενσάρκωση του Αντίχριστου στη Γη: Με την μείωση της εμπλοκής των ανθρώπων με την θρησκεία σταμάτησαν και οι βρυκόλακες να ορίζονται μέσα από αυτήν. Δεν είναι πια οι φορείς του απόλυτου Κακού. Σε μια κοινωνία που το Καλό και το Κακό είναι πλέον δυσδιάκριτα μέσα στην πολιτική του marketing και το marketing της πολιτικής, αναδύθηκαν οι λεγόμενοι «καλοί» βρυκόλακες, ο κινηματογραφικός Blade και ο τηλεοπτικός Forever Knight.
4.Διαθέτουν πλούσια γκάμα συναισθημάτων και συμπεριφορών: Ο Δράκουλας σχετιζόταν με τους ανθρώπους μέσα από την πείνα, το μίσος, την πικρία και την περιφρόνησή του. Τους σκότωνε ή σχεδίαζε πώς να τους σκοτώσει. Οι σύγχρονοι, κοινωνικοποιημένοι βρυκόλακες, αντίθετα, βιώνουν διλήμματα και εντάσεις, εμπλέκονται σε ερωτικούς δεσμούς, ιεραρχίες, αντιπαλότητες, προδοσίες. Μέσα από την αγάπη (!), τις τύψεις, την αμφιβολία, την προσωπική αμφισβήτηση, κάποιοι από αυτούς βασανίζονται από τις αντικρουόμενες παρορμήσεις. Δηλαδή, βρίσκονται σε μια «διαδικασία μίμησης των ανθρώπινων σχέσεων» και παράλληλα επιδεικνύουν την επιθυμία και την ικανότητα για αλλαγή, σαν τους ανθρώπους.
5.Είναι σεξουαλικά ελεύθεροι, αλλά δεν φαίνεται να ασχολούνται ιδιαίτερα με αυτό: Οι παλαιότεροι βρυκόλακες προκαλούσαν την ηθική και κατέρριπταν τα σεξουαλικά ταμπού: η Christabel και η Carmilla σόκαραν για τα ομοφυλοφιλικά υπονοούμενα και την διάχυτη γυναικεία σεξουαλικότητα, ο Δράκουλας συνεπήρε για την ζωώδη σεξουαλική διεκδίκηση του αντικειμένου του πόθου του. Οι νεότεροί τους μάλλον δεν έχουν και πολλά να κάνουν. Οι απαγορεύσεις έχουν πλέον μετατεθεί στα πλαίσια των διαφορετικών ομάδων (στο Underworld διαφορετικών ομάδων-ειδών)
6.Σκοτώνουν για ανθρώπινους λόγους - για προσωπική επιβίωση ή ευχαρίστηση, από φιλοδοξία ή για εκδίκηση - και με ανθρώπινους τρόπους - λογικά, υπολογισμένα, σαδιστικά ή υστερικά, σε αντίθεση με τον Δράκουλα που στόχευε στην αιώνια καταδίκη της ψυχής των θυμάτων του.
7.Δεν διαθέτουν ευγενική καταγωγή, όπως ο Δράκουλας και η Carmilla (Κόμισσα Karnstein). Άλλοτε αυτοπροσδιορίζονται, όπως ο Λεστάτ, μέσα από την προσωπική τους πορεία για επιβίωση, άλλοτε ανήκουν σε μια πολιτικά οργανωμένη κοινωνία που ακολουθεί μια μάλλον φεουδαρχική λογική και ιεραρχία. Είναι ενδιαφέρον, πάντως, το γεγονός ότι στο Blade ΙΙ και στο Underworld ο λόγος της αρχής παρακάμπτεται, η εξουσία αμφισβητείται και ανατρέπεται.
Οι μεταμοντέρνοι συγγραφείς του είδους χρησιμοποιούν αυτήν την μορφή για να συμβολίσουν σύγχρονα κοινωνικά θέματα, όπως αυτά που σχετίζονται με την στάση απέναντι στην ασθένεια, την φυλετική διάκριση, την κοινωνική περιθωριοποίηση και την σχέση της με την εξουσία, την ιδιαίτερη σεξουαλικότητα, την παγκοσμιοποίηση. Όπως χαρακτηριστικά παρατηρεί ο Brian Aldiss, «ο βαμπιρισμός αποτελεί πλέον για τους μεταμοντέρνους συγγραφείς μια βολική μεταφορά για την αρρώστια της κοινωνίας μας». Οι vampire scholars αντιμετωπίζουν τον βρυκόλακα ως αντανάκλαση του εαυτού μας και υποστηρίζουν ότι όπως ακριβώς οι αναπαραστάσεις του εαυτού μας είναι κατασκευές που αλλάζουν στον χρόνο, έτσι και οι αναπαραστάσεις των τεράτων μας αλλάζουν στον χρόνο, και μάλιστα ακολουθώντας τις μεταμορφώσεις της ευρύτερης κοινωνικής και πολιτικής σκηνής, αλλά και τον τρόπο που οριζόμαστε ως άνθρωποι μέσα από την σύγκρισή μας με το μη-ανθρώπινο. Αυτή άλλωστε η λειτουργία των «ανεστραμμένων καθρεφτών της κυρίαρχης πραγματικότητας» ήταν ανέκαθεν η πρωταρχική αξία της λογοτεχνίας.
Ένα επιπλέον χαρακτηριστικό που παρατηρείται στην μεταμοντέρνα βαμπιρική λογοτεχνική και κινηματογραφική παρουσία είναι η τοποθέτηση του βρυκόλακα στον ρόλο του αφηγητή ή και του πρωταγωνιστή. Η τεχνική αυτή, ήδη παρούσα από την πρώτη δουλειά της Rice, έχει μια σημαντική συνέπεια: η προοπτική μας αλλάζει, δεν είναι πια η προοπτική του ανθρώπου, αλλά η προοπτική του «Άλλου». Δεν αλλάζει απλώς η απόσταση που μας χωρίζει από τον Άλλο: βλέπουμε τον κόσμο μέσα από τα μάτια του, τον βιώνουμε μέσα από τα συναισθήματα και τις σκέψεις του. Με την τεχνική αυτή προκαλείται η συμπάθειά μας για το τερατώδες «Άλλο» και μειώνεται ο τρόμος που κανονικά προκαλείται από ό,τι μένει έξω από το πλαίσιό μας του οικείου και του αναγνωρίσιμου.
Βεβαίως, αυτή η γραμμή διήγησης δεν έχει αντικαταστήσει πλήρως την παλιότερη, όπου ο βρυκόλακας ήταν ο κακός «Άλλος», η απειλή για την ανθρώπινη ζωή. Εντούτοις, η συχνότητά αυτής της μέχρι πρότινος αδιανόητης περιγραφής του βρυκόλακα ως πρόσωπο που προκαλεί ακόμα και συμπάθεια, είναι μεγάλη. Στις σύγχρονες κοινωνίες μας, ο «Άλλος», ο διαφορετικός, επιτρέπεται και αναμένεται να αποτελεί μέρος του γενικού συνόλου, θεωρητικά τουλάχιστον. Όπως επιβάλλεται σε μια σύγχρονη δυτική κοινωνία να μην επιδεικνύει, επίσημα πάντα, ρατσισμό προς κανένα είδος διαφορετικότητας, έτσι κι ο νέος βρυκόλακας δικαιούται να αποτελεί μέρος της.
Τέλος, όσο ο βρυκόλακας πλησιάζει το ανθρώπινο, τόσο υποβιβάζεται ο ρόλος των ανθρώπων. Η διακριτή και σημαντική σχέση που είχε ο Δράκουλας με την Mina, με την Lucy, με τον van Helsing, έχει μετατραπεί στον άχρωμο ρόλο όλων των ανθρώπων σε ομοιογενή θύματα. Τα θύματα δεν επιλέγονται, όπως παλιότερα, δεν έχουν ταυτότητα, είναι ανώνυμη και ευκαιριακή τροφή. Οι άνθρωποι είναι πλέον οι κομπάρσοι στις βαμπιρικές ταινίες. Κατά συνέπεια, η απουσία κάποιου σημαντικού ανθρώπινου χαρακτήρα οδηγεί στην συμπάθεια για τον βρυκόλακα. Χωρίς μια Mina ή έναν van Helsing για να ταυτιστεί, το σύγχρονο κοινό ταυτίζεται με το ‘μη χείρον’, με τον ‘καλό’ βρυκόλακα, με τον απρόθυμο προβληματισμένο δολοφόνο, με μια εκφυλισμένη εικόνα του εαυτού μας ιδωμένη σε έναν παραμορφωτικό καθρέφτη. Θα μου πείτε: «Και ποιο είναι το πρόβλημα;» Η ταύτιση με τα βαμπίρ είναι το ελάχιστο που περιμένει κανείς από τους λάτρεις της γοτθικής κουλτούρας. Στις μέρες μας, όμως, παρατηρούμε μια συστηματική αλλαγή στην προσέγγιση τους, η οποία απευθύνεται στο ευρύ κοινό.
Αναρωτιέται κανείς τί εξυπηρετεί αυτή η αλλαγή, ειδικά όταν προέρχεται από ένα Hollywood ταγμένο στην προπαγάνδα της Νέας Τάξης. Ο Zanger, ένας από τους παλαιότερους και σημαντικότερους vampire scholars υποστηρίζει ότι αυτή η μετωνυμική προσέγγιση του «βρυκόλακα της διπλανής πόρτας» στοχεύει στο να αποκρύψει και να αποπροσανατολίσει την προσοχή του κοινού από τα βασικά του χαρακτηριστικά ως δολοφόνου, ενώ παράλληλα διατηρεί αυτήν την ιδιότητα του και εξακολουθεί να ορίζεται μέσα από αυτήν. Αποτελεί μέρος μιας συστηματικής προσπάθειας να χάσει ο σύγχρονος άνθρωπος την κριτική του ικανότητα να αναγνωρίζει την διαφθορά, και να παραβλέπει την καταστροφική δράση της. Προσωπικά, διατηρώ τις επιφυλάξεις μου για αυτήν την άποψη όσον αφορά στην σύγχρονη λογοτεχνική παραγωγή, που θεωρώ ότι περισσότερο καταγράφει μια σύγχρονη πραγματικότητα παρά προσπαθεί να αλλάξει συνειδήσεις. Για τις κινηματογραφικές παραγωγές, όμως, κρατώ υπόψη μου αυτήν την γραμμή σκέψης καθώς παρακολουθώ ένα Hollywood-κράχτη της νέας αυτοκρατορίας, που προσπαθεί να αλλάξει την ιστορία του κόσμου.

No comments:

Post a Comment