Ένας χρόνος ακόμα πίσω μου. Απίστευτα παγωμένη με όλο μου το αίμα να χτυπάει στα μηνίγγια μου. Ο παλιός μου φίλος είναι πάλι εδώ. Καθισμένος αναπαυτικά πάνω μου, ο Πόνος μ’ επισκέφθηκε απόψε. Κι αποφάσισε να ξεμείνει για τη νύχτα. Κι η Φαντασία, η καλή νεράιδα, κρατώντας με από το χέρι, με παίρνει μακριά. Σε γαλανούς ουρανούς και ηλιόλουστες κοιλάδες. Σε κρυστάλλινες λίμνες που κολυμπάνε ξωτικά και νύμφες.
Σε δάση καταχνιάς, όπου τα πέπλα που υφαίνω χαϊδεύουν κορμούς αιωνόβιους,Δαίμονες και στοιχειά με περιπαίζουν. Μπερδεύουν τα μαλλιά μου και σχίζουν τα ρούχα μου. Μια γυμνή μορφή στην άκρη του μονοπατιού. Γυναίκα. Με μάτια κενά, βυθισμένη σε λήθαργο. Περιμένει τη χρυσόσκονη, τη λάμψη του φεγγαριού για να αναρριχηθεί από τα δώματα του Ύπνου. Δεν υπάρχει φεγγάρι απόψε. Η Εκάτη καλπάζει στον ορίζοντα και απολαμβάνει τη σκοτεινιά της. Ίσως αύριο. Ίσως αύριο η γυναίκα να συνεχίσει το δρόμο της. Ήρεμη. Χωρίς μνήμες ονείρων να τη συντροφεύουν. Χωρίς συνείδηση της μαγείας που την ατίμασε. Γαλήνια.
No comments:
Post a Comment