Bloodcult's blog with film and book reviews, past articles about Art, History, Mythology, Literature, Cinema, Philosophy and much more. For now, available only in Greek.

Tuesday, May 3, 2011

Η Ψυχή και το Ψύχος


Η Ψυχή, ένα πρωινό του Χειμώνα, πετούσε με τα ολόλευκα φτερά της στο δάσος, παίζοντας ανέμελα με τις λιγοστές νεράιδες του Χιονιού που είχαν απομείνει πριν την έλευση της Άνοιξης. Μια στιγμή, ένα κλάμα ακούστηκε και τράβηξε την προσοχή της, καθώς και όλων των παραμυθένιων πλασμάτων του δάσους. Πετώντας γρήγορα προς την κατεύθυνση που ακουγόταν το κλάμα, έφθασε στην όχθη της παγωμένης λίμνης. Εκεί, ανάμεσα στους θάμνους και τις φυλλωσιές κάτω από ένα πελώριο κυπαρίσσι, ένα μωρό με μικρά λευκά φτερά, πιο λευκά κι από εκείνα της Ψυχής, έκλαιγε γοερά.
Τα κλαμένα, πληγωμένα του μάτια έσταζαν αίμα και κρυστάλλους από πάγο και η Ψυχή σάστισε, η καρδιά της άρχισε να χτυπά γρήγορα και την έλουσε παγωμένος ιδρώτας. Έψαξε τριγύρω μαζί με τις νεράιδες για να δουν αν κάποιος το αναζητά, αν οι γονείς του το έχουν χάσει και το γυρεύουν. Όμως κανείς δεν υπήρχε στο δάσος μέσα στο Χειμώνα.
Έτσι, η στοργική Ψυχή αποφάσισε να το πάρει μαζί της, να το φροντίσει και να το μεγαλώσει. Ψύχος ήταν το όνομα που η Ψυχή διάλεξε για το μικρό και, καθώς περνούσε ο καιρός, όσο κι αν προσπαθούσε εκείνη να κάνει το μικρό να χαμογελάσει, να παίξει μαζί της σαν κάθε παιδί, σαν κάθε πλάσμα στα πρώτα του βήματα στη ζωή, δεν τα κατάφερνε. Το παιδί αυτό ήταν διαφορετικό. Σιωπηλό, απόμακρο, παγερό. Τα μαλλιά του και το δέρμα του ολόλευκα σαν χιόνι, τα γαλάζια του μάτια αυστηρά, τα δάκρυά του μυτεροί κρύσταλλοι που πλήγωναν τα μάτια του καθώς εκείνο έκλαιγε και έπεφταν ματωμένοι και καρφώνονταν στο χώμα σαν σταλακτίτες που ορφάνεψαν.
Μια κρύα νύχτα με την πανσέληνο κρυμμένη πίσω από τα πυκνά σύννεφα, σε μια ύστατη προσπάθεια για να κάνει το μικρό να της μιλήσει και να χαμογελάσει, η Ψυχή πήρε το παιδί απ’ το παγωμένο του χέρι και ξεκίνησαν μαζί να πετάξουν ψηλά, πάνω απ’ τα σύννεφα, να χαιρετίσουν τη Σελήνη και να γνωρίσει το Ψύχος τους φίλους της στοργικής μητριάς του, τα Αστέρια. Καθώς ανέβαιναν, ο μικρός φτερωτός κοίταξε με τα λαμπερά του μάτια για μια στιγμή τη Γη από εκεί ψηλά, παραδομένη στα χέρια του Χειμώνα. Αντίκρισε τα χιονισμένα βουνά, τις παγωμένες λίμνες, τη καρδιά του Χειμώνα να χτυπά αργά μα δυνατά. Και εκείνον, καθισμένο στο θρόνο του, με τους ανέμους του να λυσσομανούν και να μαστιγώνουν τα δέντρα αλύπητα. Δεν ήξερε μέχρι εκείνη τη στιγμή το Ψύχος πως με τη γέννησή του πολλά είχαν αλλάξει. Δεν ήξερε πόσο ξεχωριστό ήταν. Μια λέξη μόνο μπόρεσε να βγει από τα ολόλευκα χείλη του, καθώς, μαγεμένος, άφησε το χέρι της Ψυχής και άρχισε να κατεβαίνει πίσω στη Γη, προς την ανοιχτή και παγωμένη αγκαλιά του Χειμώνα. Η μόνη λέξη που ξεστόμισε ποτέ:
«Πατέρα!»
Η Ψυχή δεν προσπάθησε να συγκρατήσει το χέρι του μα μόνο χαμογέλασε, βλέποντας πατέρα και παιδί να ξανασμίγουν και να χάνονται μαζί στο χιονισμένο τοπίο. Το Ψύχος, ο καρπός του έρωτα του γέρου Χειμώνα με τη νεαρή Δροσοσταλίδα μεγάλωσε πλάι στον πατέρα του και στάθηκε στο πλευρό του διατάζοντας ο ίδιος πια τους ανέμους και δίνοντας του απόλυτη παγερή κυριαρχία ανάμεσα στις Εποχές. Η φτερωτή Ψυχή βλέποντας όλα αυτά, ψιθύρισε στον εαυτό της: «Καλύτερα έτσι μικρέ μου φτερωτέ. Αν και σε βρήκα, σε μεγάλωσα και σε νοιάστηκα, δεν θα μπορούσα ποτέ να αγαπήσω την παγωμένη σου καρδιά!».

No comments:

Post a Comment