Bloodcult's blog with film and book reviews, past articles about Art, History, Mythology, Literature, Cinema, Philosophy and much more. For now, available only in Greek.

Thursday, May 5, 2011

Μοναξιά (Part III)


Γονατισμένος στο κρεβάτι έχοντας τη γυμνή και ξαπλωμένη μπροστά του, σηκώνει ψηλά το κεφάλι του και αφήνει τη Λούνα, ανοίγοντας διάπλατα τα χέρια του. Το τέκνο του Κάιν στρέφεται προς τον Πατέρα-τιμωρό του.
“Η αιώνια μοναξιά στην οποία με καταδίκασες τελειώνει απόψε… Ιδού η νύφη μου… για την αιωνιότητα!” Σαν αρπακτικό ορμάει με τα κοφτερά του δόντια στο λαιμό της Λούνα και τη δαγκώνει. Βογκητά απέραντης ευχαρίστησης αναδύονται από το στόμα της καθώς σφίγγει τα σεντόνια από ηδονικό πόνο και ταυτόχρονα χαϊδεύει το γυμνό της κορμί. Εκείνος, αφήνοντας το ματωμένο της λαιμό, αρπάζει το πλούσιο στήθος της και τη δαγκώνει πάλι με βία, αφήνοντας το αίμα να τρέξει στην κοιλιά της και ανάμεσα στα πόδια της. Η Λούνα κείτεται εκεί με κλειστά μάτια, ανυπεράσπιστη, απλώνει το αίμα πάνω στο γυμνό της σώμα με τα χέρια της και ανοίγει τα πόδια της διάπλατα, χαϊδεύοντας τα απόκρυφά της σημεία.

“Σε θέλω μέσα μου… Μαύρισε μου την ψυχή, κάνε με να ουρλιάξω από πόνο!” Ένα διαβολικό χαμόγελο διαγράφεται στο πρόσωπο του και, χωρίς δισταγμό, μπαίνει βίαια μέσα της, κάνοντας την να δακρύσει… Τα κορμιά τους πάλλονται σε ρυθμούς αχαλίνωτου πάθους για πολλή ώρα. Η Λούνα χάνεται, πνίγεται σε μια απύθμενη θάλασσα ηδονής και πόνου… Ώσπου, δευτερόλεπτα πριν τελειώσει, εκείνος δαγκώνει τις φλέβες του χεριού του και ένας πίδακας κόκκινου υγρού ξεπηδά.

“Δώσε μου! Δώσε μου να πιω…” Του αρπάζει το χέρι και κύματα ευχαρίστησης την σκεπάζουν καθώς τελειώνει, ρουφώντας με ορμή το αίμα, βλέποντας εκείνον να τελειώνει πάνω στο γυμνό της στήθος, βγάζοντας τρομακτικούς βρυχηθμούς ικανοποίησης. Ξαφνικά, η Λούνα του αρπάζει το χέρι σφιχτά.

“Δεν… μπορώ… ο πόνος είναι αβάσταχτος… χάνομαι…”
“Δε χάνεσαι… έρχεσαι πιο κοντά μου…” Το πρόσωπό του αρχίζει ν’ αλλάζει. Γίνεται τερατόμορφο και τα χέρια του μεταμορφώνονται σε τεράστια φτερά, που αγκαλιάζουν σφιχτά τη νεκρή Λούνα. Σε δευτερόλεπτα όμως, ανοίγοντας τα φτερά του, από μέσα τους βγαίνει ένα πλάσμα τέτοιας ομορφιάς που θα έκανε κάποιον να δακρύσει από δέος! Η Λούνα, αναγεννημένη, φορά ένα μακρύ, μαύρο δαντελωτό νυφικό! Το πανέμορφο κορμί της διαγράφεται μέσα από το ύφασμα και τα σγουρά μαύρα μαλλιά της είναι πιο μακριά και όμορφα από ποτέ. Η επιδερμίδα της καθαρή και λευκή… σαν το φεγγάρι. Και τα μάτια της… κόκκινα. Τώρα πια είναι δικά της. Αιώνια μαγεμένη. Δυο κοφτερά δόντια ξεπροβάλλουν καθώς χαμογελά σ’ εκείνον, που έχει πια μεταμορφωθεί σε ένα νυκτόβιο τρομακτικό πλάσμα, μια γιγάντια μαύρη νυχτερίδα. Η φωνή του ακούγεται βαριά και βροντερή.
“Είναι ώρα να φύγουμε. Σε λίγο ξημερώνει… Έχω τόσα να σου δείξω, τόσα να σου πω… Έχεις τόσα να μάθεις… Αγκάλιασε το νέο όμορφο και παντοδύναμο εαυτό σου. ”
“Μόνο μαζί σου είμαι ο εαυτός μου… Πάμε… Αγαπημένε μου…”
Με μια κίνηση των φτερών του, το παράθυρο ανοίγει διάπλατα και, αρπάζοντας τη Λούνα από τη μέση, πετούν έξω από το δωμάτιο στη μαύρη νύχτα, που είναι έτοιμη να δώσει τα σκήπτρα της στο φως. Πετούν μακριά και χάνονται, πάνω από τη θάλασσα, από βουνά, πάνω από απέραντες πεδιάδες και τόπους μακρινούς…
“Τι ομορφιά…” ψελλίζει η Λούνα συνεπαρμένη από αυτά που απλώνονται μπροστά της.
“Ήθελα να πετάξεις μαζί μου για να δεις για τελευταία φορά την ανατολή του ηλίου. Έστω και για λίγα δευτερόλεπτα…”
Και πριν προλ
άβει να τελειώσει τη φράση του, μια πλατιά δεσμίδα άπληστου φωτός στον ορίζοντα σχίζει το σκοτάδι. Η Λούνα μόλις που προλαβαίνει να κοιτάξει όταν ακούγεται η βροντερή του φωνή και πάλι.
“Αποχαιρέτα το φως… για πάντα!” και μαζί χάνονται σαν ομίχλη από τον ουρανό.
“Λούνα… Λούνααα… Λούνα! Ξύπνα!”
Εκείνη ανοίγει τα μάτια της. Κάθεται σε μια καρέκλα. Προς στιγμή θολώνει. Δυο μορφές στέκονται μπροστά της. Τρίβει τα μάτια της. Η Έιντζελ! Και η Μπαστ!
“Κορίτσια!!!”
Σηκώνεται και πέφτει στην αγκαλιά τους. Δεν θα πιστέψετε τι ονειρεύτηκα! Ήταν τρομακτικό … και όμως πανέμορφο … μα… τι ρούχα είναι αυτά που φοράτε; Πού είμαστε;”
Οι δύο φίλες ξεσπούν σε χαμηλόφωνα διαβολικά γέλια και τρέχουν έξω από το δωμάτιο. Και τότε η Λούνα απλώνει τα χέρια της και… Το μαύρο νυφικό!
“Ήταν όλα αλήθεια!

Μα, ήταν σαν όνειρο! Δεν μπορεί… Δεν είναι δυνατόν…”
Ένας βρυχηθμός ταράζει τη σκέψη της και γυρίζοντας το βλέμμα της, στην πόρτα του δωματίου αντικρίζει το κτήνος! Εκείνο το τριχωτό πλάσμα που πήρε τις φίλες της μακριά…
“Σου είχα πει ότι θα ξανασυναντιόμασταν… Λούνα.” λέει με βραχνή φωνή. Μια άλλη, πιο βροντερή φωνή όμως σκεπάζει τη δική του.
“Φύγε από δω! Άσε μας μόνους!”
Το κτήνος αποσύρεται τρομαγμένο και από μια σκοτεινή γωνία του δωματίου ξεπροβάλει εκείνος ντυμένος στα μαύρα.
“Εσύ!”
“Έλα κοντά μου.”
Η Λούνα απλώνει το χέρι της και μαζί πλησιάζουν στο τζάκι.
“Μα… που βρισκόμαστε;”
“Είμαστε μέσα στον πίνακα. Θυμάσαι;”
Της δείχνει τον πίνακα πάνω από το τζάκι. Μόνο που αυτός έχει περιεχόμενο. Δεν είναι μαύρος. Διακρίνει κανείς έπιπλα, και χαλιά, ένα μεγάλο δωμάτιο.
“Είμαστε στην άλλη πλευρά. Στον πύργο μέσα στον πίνακα. Βλέπεις το σαλόνι του σπιτιού του παππού σου; Αυτός ο πίνακας είναι το πέρασμα από τον σκοτεινό μου κόσμο μου προς τον κόσμο των θνητών… Και τα τελευταία 70 χρόνια βρισκόταν στα χέρια του παππού σου, σ’ εκείνο το σπίτι. Έτσι σε γνώρισα, μικρή μου…””
Η Λούνα κουνάει καταφατικά το κεφάλι της και το ακουμπάει στο στήθος του.
“Δείξε μου κι άλλα! Οι φίλες μου; Πού είναι;”
“Είναι εδώ.. Θα τις δεις αργότερα. Έλα τώρα μαζί μου.”
Αγκαλιασμένοι, προχωρούν προς το παράθυρο. Το φεγγάρι είναι τόσο λαμπερό, εκτυφλωτικό.
“Δες.”
Η Λούνα σκύβει και κοιτά κάτω. Πόσο ψηλά είναι! Και στο βάθος, η θάλασσα. Το σεληνόφως πέφτει και απλώνεται πάνω στα νερά της. Είναι κόκκινα! Τα νερά της θάλασσας είναι κόκκινα! Σαν τα μάτια της Λούνα.
“Μα… Πως…”
“Μια θάλασσα από αίμα. Είμαστε βρικόλακες, Λούνα. Και η θάλασσα αυτή μας τρέφει. Δεν παίρνουμε ζωές θνητών. Είμαστε εξόριστοι σε τούτο τον κόσμο και καταραμένοι να ζούμε στην αιωνιότητα χωρίς να μας τρομάζει η πείνα, η λαχτάρα για αίμα. Μόνο η μοναξιά μας καταδυναστεύει, αιώνες τώρα… Γι’αυτό περιφερόμαστε σαν πνεύματα στον κόσμο των θνητών. Για να είμαστε κοντά τους να απολαμβάνουμε τη συντροφιά τους, έστω και κρυμμένοι στις σκοτεινές γωνιές. Και μια μέρα το χρόνο που δραπετεύουμε, απολαμβάνουμε όλους τους καρπούς της αμαρτωλής φύσης μας χαρίζοντας στους θνητούς ηδονή και πόνο. Εσύ και οι φίλες σου όμως… ήσασταν οι εκλεκτές. Εσείς που χρόνια τώρα ήσασταν οι νύφες μας αλλά δεν το ξέρατε… ”
Η Λούνα αγκαλιάζει το βρικόλακα και τον φιλάει, σαν να τον ευχαριστούσε για το σκοτεινό δώρο που της είχε κάνει. Από το διπλανό δωμάτιο του πύργου ακούγονται φωνές και θόρυβοι.
“Τι είναι;” Ρωτάει απορημένη η Λούνα.
“Οι φίλες σου.” αποκρίνεται εκείνος. “Συνεχίζουν τα αμαρτωλά τους παιχνίδια!” λέει γελώντας δείχνοντας τα κοφτερά του δόντια.
“Πάμε κι εμείς. Θέλω να τις… δω…”
Με δυο σατανικά χαμόγελα, οι δυο βρικόλακες αγκαλιασμένοι, προχωρούν προς τα ενδότερα διαμερίσματα του πύργου για άλλη μια νύχτα σαν εκείνη στο παλιό σπίτι. Η Νύχτα όμως εδώ είναι μεγάλη. Αιώνια…
Tέλος

No comments:

Post a Comment