Bloodcult's blog with film and book reviews, past articles about Art, History, Mythology, Literature, Cinema, Philosophy and much more. For now, available only in Greek.

Thursday, May 5, 2011

Μοναξιά (Part II)


“Μη φοβάσαι. Δεν ήρθε για μας. Για εκείνη ήρθε.” Γυρίζει πάλι προς τη μορφή με ένα υπέροχα σατανικό χαμόγελο. Τα κόκκινα μάτια της λαμπίριζαν στο ημίφως. Το θέαμα μπροστά τους ήταν ονειρικό… Ηδονή πόνος, τρόμος… Σε μια στιγμή, η σκοτεινή μορφή γυρίζει το κεφάλι και αντικρίζει τις δυο γυμνές κοπέλες που, αφημένες στους δαίμονές τους, παρακολουθούσαν εκστασιασμένες και ταυτόχρονα χάιδευαν τα λάγνα κορμιά τους.
Τα μάτια του γυάλισαν και το πρόσωπό του φωτίστηκε από τα λιγοστά κεριά. “Σ’ ευχαριστώ… Λούνα.” ακούγεται μια βραχνή, άγρια φωνή από τα υγρά χείλη του. Έσταζαν. Ήταν… αίμα. Ένα πλατύ χαμόγελο σχηματίζεται στο άγριο πρόσωπό του, φανερώνοντας δυο κοφτερούς κυνόδοντες και ένα δυνατό διαβολικό γέλιο τραντάζει το δωμάτιο, καθώς εκείνος σκίζει με τα νύχια του τις φλέβες του χεριού του και τις φέρνει στο στόμα της Μπάστ. Εκείνη, με απίστευτη μανία ρουφάει το νέκταρ από την πηγή του με βογκητά ευχαρίστησης, καθώς εκείνος είναι ακόμα μέσα της, συνεχίζοντας το βίαιο αλλά ηδονικό του έργο. Το κορμί της Μπάστ είναι πλημμυρισμένο στο αίμα, ο λαιμός της, το στήθος της,… ένας δυνατός βρυχηθμός βγαίνει από το στόμα του πλάσματος και πέφτει πάνω στο σώμα της Μπάστ, αγκαλιάζοντας την και σφίγγοντας την πάνω στο κορμί του. Το πλάσμα με την άγρια ομορφιά είχε τώρα μεταμορφωθεί σε ένα τριχωτό κτήνος! Η Μπάστ, ανυπεράσπιστη, κείτονταν στην αγκαλιά του κτήνους σα νεκρή όταν μια αδύναμη φωνή βγαίνει ξαφνικά από το ματωμένο της στόμα:
“Λούνα… Έιντζελ… πονάω… δεν…” και ανοίγοντας τα μάτια της αντικρίζει το πρόσωπο του κτήνους που είχε ξανά μεταμορφωθεί στον όμορφο άνδρα με τα μαύρα μακριά μαλλιά, σε απόσταση αναπνοής από το δικό της. “Εσύ… εσύ… σε ξέρω… σε έχω δει… στα όνειρά μου…”
“Σε περίμενα Μπάστ. Ερχόμουν σε σένα πάντα, κάθε νύχτα. Και τώρα ήρθες εσύ σε μένα.” Ένα δάκρυ κυλά στο τραχύ πρόσωπό του καθώς τη φιλά στο μέτωπο με τα ματωμένα του χείλη. Η Μπάστ πέφτει αναίσθητη στην αγκαλιά του… νεκρή. Ξάφνου όμως ξυπνά! Χαμογελά και στο στόμα της γυαλίζουν δυο μικροί σουβλεροί κυνόδοντες. Τα μαλλιά της, τόσο μακριά και περιποιημένα, η επιδερμίδα της τόσο λευκή και καθαρή, το αίμα είχε πια χαθεί και τη θέση του είχε πάει ένα μαγευτικό μακρύ κατακόκκινο φόρεμα. Οι δυο τους ήταν πια ένα. Πλάσματα της νύχτας, αιμοδιψείς κυνηγοί, βρικόλακες…Στρέφοντας το κεφάλι της προς τις δυο εκστασιασμένες φίλες, το βλέμμα της συναντάται με αυτό της Έιντζελ. Τα κόκκινα μάτια της Μπάστ την καθηλώνουν. “Τη θέλω… τώρα!” Ένα δυνατό γέλιο βγαίνει από τα χείλη του συντρόφου της. “Και τι περιμένεις; Είναι το δώρο μας σε σένα! Παρ’την!”
Με ένα σάλτο η Μπάστ αρπάζει την Έιντζελ από το λαιμό και μπροστά στα απαθή μάτια της Λούνα τη δαγκώνει με ορμή, χύνοντας το αθώο αίμα της στο ξύλινο πάτωμα. Σβήνοντας τη δίψα της, σκίζει βίαια το χέρι της και δίνει στην Έιντζελ να γευτεί το ποτό της ζωής, η οποία το δέχεται χωρίς δισταγμό. “Τι μου έκανες; Αίμα… Αίμα παντού… Πονάω! Αισθάνομαι ότι… πεθαίνω… ονειρεύομαι;…”
“Θα πεθάνεις.” Ακούγεται η βραχνή φωνή εκείνου. “Και θα αναγεννηθείς στην αμαρτία, θα σ’ αγκαλιάσει το σκοτάδι και δε θα πονάς πια. Θα έρθεις μαζί μας. Για πάντα. Αιώνια ερωμένη για μένα και τη γυναίκα μου! Μπάστ;”
“Ναι αγαπημένε.”
Η Έιντζελ σηκώνεται, πατά το ξύλινο πάτωμα με τα γυμνά της πόδια. Το πρόσωπο της δεν είναι πια θλιμμένο. Φορά ένα πανέμορφο χρυσαφί φόρεμα Η ομορφιά της είναι εκτυφλωτική. Ο ήλιος της του σκότους και της αμαρτίας. Η αιώνια παλλακίδα των δυο νυκτόβιων εραστών. Εκείνος στρέφεται προς τη Λούνα, που παρακολουθεί σα μαγεμένη ότι συμβαίνει μπροστά στα μάτια της. “Σ’ευχαριστώ Λούνα. Θα συναντηθούμε πάλι… σύντομα.” Η Μπαστ και η Έιντζελ φιλούν στο μάγουλο τη μαγεμένη θνητή φίλη τους και οι τρεις τους χάνονται από μπροστά της, αφήνοντας την να στέκεται γυμνή, εκεί, μέσα στο άδειο δωμάτιο.
Σκέψεις. Η Λούνα ξαπλώνει στο κρεβάτι και συλλογίζεται αν όλα αυτά που έζησε είναι αλήθεια. Μήπως ονειρεύεται; Αναμνήσεις. Το σπίτι, ήταν τόσο ζωντανό… Τώρα τόσο σκοτεινό και νεκρό. Σαν τάφος. Μοναξιά. Λυγίζει τα πόδια της και τ’ αγκαλιάζει με τα χέρια για να κρύψει τη γύμνια της. Ωμός τρόμος τη σκεπάζει και κρύος ιδρώτας τη λούζει όταν συνειδητοποιεί τι έζησε πριν λίγη ώρα! “Τι έκανα θεέ μου; Ήταν όλα αλήθεια… Έχασα τις φίλες μου. Για πάντα. Αυτό το πλάσμα… Τι ήταν; Και εκείνη η μορφή στο παράθυρο… Με μάγεψε…” Παγωμένη από φόβο, ανήμπορη να σηκωθεί και να δραπετεύσει από το καταραμένο σπίτι, κείτεται εκεί γυμνή, κλαίγοντας, σαν ένα ανυπεράσπιστο βρέφος. Κλείνει τα μάτια της και αμέσως έρχονται μπροστά της εικόνες της Έιντζελ και της Μπάστ. Στιγμές από το παρελθόν που έζησαν μαζί, όμορφες, άσχημες… Αναμνήσεις. Κλαίει με λυγμούς για πολύ ώρα. Είναι τόσο μόνη. Κυριευμένη από απέραντη θλίψη και φόβο, ανοίγει τα μάτια της, πνιγμένα μέσα σε μια θάλασσα από δάκρυα, για να αντικρίσει μπροστά της, ακουμπισμένο στο προσκέφαλό της, ένα πανέμορφο κόκκινο τριαντάφυλλο!
Ταράζεται και πετάγεται από το κρεβάτι αστραπιαία, απορημένη και τρέμοντας από φόβο. Και τότε μια βαθιά ψιθυριστή φωνή φτάνει στ’ αυτιά της Λούνα σαν δροσερό, απαλό αεράκι.
“Μη φοβάσαι… Λούνα.”
“Ποιος… Ποιος είναι; Φύγε! Σε παρακαλώ, φύγε! Μη μου κάνεις κακό!” Σκεπάζει το πρόσωπό της με τα χέρια της και γονατίζει στη γωνία του δωματίου. Τα σγουρά μαύρα μακριά της μαλλιά την αγκαλιάζουν σα σάβανο.
“Άνοιξε τα μάτια σου. Μη φοβάσαι.” Ακούγεται πάλι αυτή η ζεστή, οικεία φωνή. Η Λούνα απομακρύνει δειλά τα χέρια από το πρόσωπό της και ανοίγει τα ταλαιπωρημένα και φοβισμένα της μάτια. Προς στιγμή ανακουφίζεται. Δεν είναι εκείνο το τριχωτό κτήνος που πήρε τις φίλες της μακριά. Όμως μια άλλη μορφή στέκεται μπροστά της, ντυμένη στα μαύρα, φορώντας ένα μακρύ παλτό. Το πρόσωπο της φωτίζεται από το λιγοστό φως των κεριών. Είναι ένας άνδρας. Τα κατάμαυρα μάτια του, κοιτούν επίμονα τη Λούνα και στα χέρια του βρίσκεται τώρα το κόκκινο τριαντάφυλλο.
“Πόσο μπορεί να τρομάξει κάποιον ένα αθώο λουλούδι…”
“Ποιος είσαι; Τι γυρεύεις εδώ;” λέει με τρεμάμενη φωνή εκείνη.
“Ελπίζω να μη σε τρόμαξε ο υπηρέτης μου. Μην ανησυχείς για τις φίλες σου. Βρήκαν αυτό που πάντα έψαχναν. Και εκείνος. Ήταν μόνος για αιώνες. Η αθανασία είναι πολλές φορές πολύ μοναχική…”

“Η… αθανασία;”

“Ξέρεις τι είμαστε Λούνα. Κι εγώ σε ξέρω. Σε είδα να μεγαλώνεις μέσα σ’ αυτό το σπίτι, η σκιά μου σε ακολουθούσε όπου κι αν πήγαινες, σε επισκεπτόμουνα στα όνειρά σου… Ήξερα ότι κάποια στιγμή θα επέστρεφες. Όταν με αντίκρισες στο παράθυρο χτες βράδυ μπορούσες να φύγεις. Όμως έμεινες…”

“Με… μάγεψες…”

“Αιώνες τώρα κατοικώ μόνος στον πίνακα εκείνο, πάνω από το τζάκι του σπιτιού. Ο πύργος που απεικονίζεται είναι η αιώνια φυλακή μου.”
“Θυμάμαι… Μα ο πίνακας είναι τώρα μαύρος, δε δείχνει τίποτα!”
“Ναι. Μαύρος. Όπως και η ψυχή μου αιώνες τώρα… Κάποτε είχα μια σύντροφο… χάθηκε. Πέθανε, όπως λέτε εσείς οι θνητοί. Ζούσαμε μαζί στον πύργο, σ’ εκείνο το μαγευτικό φωτεινό μέρος στον πίνακα. Ο Θεός σας την πήρε από κοντά μου και έμεινα μόνος, με μοναδική συντροφιά το κτήνος που αντίκρισες να κατακρεουργεί τη φίλη σου… Και το κτήνος μέσα μου… Ο πίνακας σκοτείνιασε. Μαύρισε. Αψήφησα και περιφρόνησα το Θεό σας. Εκείνος είναι ο μόνος υπεύθυνος για τη δυστυχία μου. Είναι καταδικασμένος να ζω στο αιώνιο σκοτάδι και μόνο μια μέρα το χρόνο μπορώ να δραπετεύσω από τα δεσμά μου και να πατήσω τα πόδια μου στη γη με τη φυσική μου μορφή… Το πνεύμα μου όμως είναι ελεύθερο να περιπλανιέται. Έτσι σε γνώρισα, Λούνα. Έδωσες νόημα στη μάταιη ύπαρξη μου. Σε κάλεσα και εσύ ήρθες… απόψε, τη μοναδική βραδιά που είμαι ελεύθερος…” Ο μυστηριώδης ξένος απλώνει το χέρι του προς τη Λούνα. “Μη φοβάσαι σε παρακαλώ. Έλα…”
Εκείνη απλώνει το χέρι της δειλά και σηκώνεται από το κρύο πάτωμα. Ένα δάκρυ κυλά από το πρόσωπό της καθώς πέφτει στην αγκαλιά του και, κοιτώντας τον, χάνεται μέσα στην μαύρη άβυσσο των ματιών του. “Είναι όνειρο. Είναι όνειρο…” επαναλαμβάνει συνεχώς καθώς εκείνος την ξαπλώνει πάνω στο τεράστιο κρεβάτι. Με το τριαντάφυλλο, αρχίζει να χαϊδεύει το πανέμορφο κορμί της και εκείνη, με κλειστά τα μάτια, αφήνεται στο απαλό και ηδονικό άγγιγμα του. “Θυμήσου με Λούνα. Θυμήσου…” Βουτά βαθιά στο παρελθόν. Μοναχικές στιγμές, όμορφες στιγμές, νύχτες, όνειρα… Και στις αθέατες γωνιές τους εκείνος είναι πάντα εκεί! Μια σκιά που παραμονεύει στις σκοτεινές γωνιές, την παρακολουθεί, να παίζει και να γελά με τους φίλους της, να κλαίει, να κοιμάται με τη μορφή του να αιωρείται πάνω από το κρεβάτι της σαν προστάτης-άγγελος, να εισβάλλει στα όνειρά της… απλά και μόνο για να βρίσκεται κοντά της. Και πάντα να αποχωρεί με δάκρυα στα μάτια… Δεν μπορεί να της μιλήσει, να την αγγίξει… Είναι καταδικασμένος πάντα να επιστρέφει μόνος στην αγκαλιά της στοργικής του μητέρας, της αιώνιας Νύχτας…
“Βλέπω… Είσαι μαζί μου πάντα… Είσαι μια μοναχική μορφή στις σκοτεινές γωνιές του μυαλού μου και των αναμνήσεών μου… Τόσο θλιμμένος… Μόνος…”
“Λύτρωσέ με. Βάδισε μαζί μου το μονοπάτι της αιώνιας αμαρτίας!” Ανεβαίνει στο κρεβάτι και τα πρόσωπά τους έρχονται σε απόσταση αναπνοής το ένα από το άλλο. Το πρόσωπό του… είναι τόσο οικείο, ζεστό… Αλλά τα μάτια του… τόσο μαύρα, θλιμμένα. Τη φιλάει. Τα χείλη του είναι απαλά και υγρά και το φιλί του ταξιδεύει τη Λούνα σε εκείνες τις θαυμαστές πεδιάδες του Πόθου και της Ηδονής… στο τοπίο του πίνακα, τόσο σκοτεινό αλλά ζωντανό, όμορφο… Τα βουνά… Η θάλασσα… Ο πύργος… στα παράθυρά του βλέπει μορφές να την κοιτούν καθώς αιωρείται από πάνω του εκστασιασμένη. Είναι η Έιντζελ. Και η Μπάστ. Και το κτήνος, ο υπηρέτης εκείνου. Είναι όλοι εκεί. Γελούν. Τρέχουν. Αγκαλιάζονται. Χορεύουν. Πετούν τριγύρω της… αγκαλιασμένοι από το αιώνιο σκοτάδι. Φωνές και ψίθυροι γεμίζουν τ’ αυτιά της.
“Λούνα… Λούνα… Έλα μαζί μας… Λούνααα…”
“Πάρε με. Πάρε με μαζί σου. Είναι τόσο όμορφα εκεί… Πάρε με τώρα!”
Τα μάτια του ξάφνου αστράφτουν. Η Λούνα τρομάζει και πριν μπορέσει ν’ αντιδράσει την καθηλώνει στο κρεβάτι με τα χέρια του.
“Δεν μπορείς να φανταστείς πόσα χρόνια περίμενα ν’ ακούσω αυτά τα λόγια… Μικρή μου Λούνα…”
Τέλος δεύτερου μέρους

No comments:

Post a Comment