Bloodcult's blog with film and book reviews, past articles about Art, History, Mythology, Literature, Cinema, Philosophy and much more. For now, available only in Greek.

Thursday, May 5, 2011

Μοναξιά (Part I)


Κρυφές επιθυμίες… Στοιχειώνουν τις ψυχές των θνητών, καταδικάζοντας τους να συλλογίζονται την αμαρτία και να ενδίδουν σ’ αυτή για το υπόλοιπο της λιγοστής και μίζερης ζωής τους. Ανεκπλήρωτοι πόθοι… Δαίμονες και τύραννοι για μερικούς, Άγγελοι και λυτρωτές για άλλους. Τι είναι αμαρτία όμως για ένα θνητό; Είναι αυτή η Χριστιανική έννοια η οποία, όπως ακούγεται εκατοντάδες χρόνια τώρα, σχετίζεται άμεσα με την εισαγωγή (ή μη) του θνητού στις καταπράσινες κοιλάδες του Παραδείσου; Είναι κάτι κατακριτέο ηθικά στην κοινωνία του θνητού, ριζωμένο στο μυαλό του και προς αποφυγή πραγματοποίησης του ο ίδιος βάζει φραγμό στις κάθε λογής ορμές του; Ή μήπως συνδέεται με την ανθρώπινη φύση του και είναι αναπόσπαστο κομμάτι της, οπότε και αναπόφευκτα εφαρμόσιμο στη ζωή του; Δύσκολα ερωτήματα καλούνται να απαντήσουν οι θνητοί… Παρόλα αυτά όμως, η Νύχτα και η Σελήνη, οι δύο αυτές μαγευτικές κυρίες που ερωτοτροπούν αιώνια μεταξύ τους, κρύβουν στην αγκαλιά τους πλάσματα που παραμονεύουν σε σκοτεινές και έρημες γωνιές, έτοιμα να οδηγήσουν τους θνητούς σε ένα μαγικό μονοπάτι, το οποίο πολλοί θα αποκαλούσαν ως το μονοπάτι της απόλυτης αμαρτίας. Ένα μονοπάτι που διασχίζει τις πεδιάδες του Πόθου και της Ηδονής, περνάει από τα βουνά του Τρόμου και καταλήγει σε μια απέραντη θάλασσα. Μια πανέμορφη πορφυρή θάλασσα που τον προσμένει να βρέξει τα χείλη του στα νερά της και να γευτεί την Αθανασία. Το μονοπάτι λοιπόν αυτό διάλεξαν να βαδίσουν τρεις θνητές, δίχως να γνωρίζουν που θα τις οδηγούσε…

Η Λούνα ήταν μια μαυροφόρα μελαχρινή, χλωμή σαν το φεγγάρι, με μια ιδιαίτερη σκοτεινή ομορφιά. Τα μαύρα μακριά σγουρά μαλλιά της και η επιβλητική της παρουσία, καθώς και το τόσο διαπεραστικό της βλέμμα, ήταν αρκετά να καθηλώσουν όποιον την πλησίαζε. Το κορμί της ήταν τόσο ποθητό και το δέρμα της τόσο απαλό, που άφηνε κάποιον μαγεμένο και απόλυτα κυριευμένο από ποικίλες ερωτικές φαντασιώσεις. Αντικρίζοντας τη Μπάστ, έβλεπε κανείς μια γυναίκα-γάτα. Εξέπεμπε μια μοναδική ανωτερότητα, περηφάνια και θηλυκότητα. Το ύφος της ήταν τόσο παγερό και ηγεμονικό και ταυτόχρονα τόσο λάγνο που, αν και όλοι ήθελαν, λίγοι τολμούσαν να την πλησιάσουν. Όσο για την Έιντζελ, ήταν ασύλληπτα όμορφη και φωτεινή. Τα ξανθά μακριά της μαλλιά έπεφταν πάνω στα μαύρα ρούχα της σαν ακτίνες ηλίου και το κορμί της ήταν καλλίγραμμο, με ζηλευτές αναλογίες. Ήταν η πιο σιωπηλή από τις τρεις και το θλιμμένο της πρόσωπο αντικατόπτριζε τον εσωτερικό της κόσμο. Οι τρεις τους ήταν αχώριστες και όταν βρίσκονταν μαζί ήξεραν να περνούν καλά, αδιαφορώντας για τους πάντες και τα πάντα. Ήταν απόλυτα δεμένες, έχοντας όμως η καθεμιά στην άκρη του μυαλού της μια σκοτεινή και ονειρική μορφή, ιδανικά και μαγευτικά πλασμένη… Αυτό που κατά βάθος πάντα έψαχναν. Ίσως όμως και εκείνο να τις αναζητούσε, δίχως να το ξέρουν…
Η μέρα που οι τρεις φίλες περίμεναν από καιρό είχε επιτέλους έρθει. Μια βραδιά στο παλιό άδειο σπίτι… μόνες, με μοναδική συντροφιά το σκοτάδι που ήταν έτοιμο να τις καλωσορίσει με ανοιχτές αγκάλες και να τους χαρίσει τόσα όσα ποτέ δεν μπορούσαν να φανταστούν… Το παλιό αρχοντικό που η Λούνα είχε κληρονομήσει από τον παππού της βρισκόταν σε ένα απόμερο σημείο ενός μικρού παραθαλάσσιου οικισμού. Δεν υπήρχε άλλο κτίσμα σε ακτίνα πολλών χιλιομέτρων και για να κατοικήσει κάποιος εκεί έπρεπε να είναι προετοιμασμένος για απόλυτη απομόνωση, με μόνη συντροφιά του τον ήχο των κυμάτων και των κάθε λογής πλασμάτων της νύχτας… Το ταξίδι από την πόλη με το τρένο προς τον οικισμό διαρκεί γύρω στις τρεις ώρες. Στο τρένο, οι τρεις φίλες το μόνο που συζητούν και σκέφτονται είναι ότι η βραδιά αυτή πρέπει να τους μείνει αξέχαστη, μιας και θα σήμαινε το τέλος των καλοκαιρινών διακοπών τους. Το φθινόπωρο ερχόταν… Ο καιρός άρχιζε σιγά-σιγά να κρυώνει. Η μουντή ατμόσφαιρα μέσα στο τρένο χρωματιζόταν από τα ενθουσιώδη γέλια των κοριτσιών και τις υψηλόφωνες συζητήσεις τους. Η Λούνα έφερνε στο μυαλό της το παρελθόν στο αρχοντικό με τον παππού της, τα ξένοιαστα και ζεστά καλοκαίρια που έπαιζε μαζί με τον αδερφό της στον καταπράσινο κήπο με το μεγάλο σιντριβάνι… Το σπίτι μέσα ήταν τόσο φωτεινό, ευάερο και πάντα πεντακάθαρο, παρά τις συνεχείς σκανταλιές της μικρής Λούνα… Όμορφες στιγμές του παρελθόντος…
“Λούναα… ξύπνα!” ακούγεται ξαφνικά η δυνατή φωνή της Μπάστ που τραντάζει τη Λούνα και την επαναφέρει. “Μα τι σκέφτεσαι τόση ώρα;” τη ρωτούν απορημένες. “Εε… Αγάπη μου, σκέφτομαι πως θα περάσουμε τη βραδιά μόνες μας… χωρίς αρσενικά!” Οι τρεις φίλες ξεσπούν σε δυνατά γέλια κάνοντας τα βλέμματα των υπολοίπων επιβατών να στραφούν πάνω τους. “Ε, εντάξει, κάτι θα σκεφτούμε…!” ψιθυρίζει η Έιντζελ, ανταλλάσσοντας πονηρά βλέμματα με τις άλλες και τα γέλια συνεχίζονται χαμηλόφωνα.
Η ώρα είχε περάσει και το φως της μέρας άρχιζε αργά-αργά να χάνεται και το σκοτάδι έπεφτε, συνοδευόμενο από δυνατό άνεμο και ψιλή βροχή, καθώς το τρένο έκοβε ταχύτητα, φτάνοντας στον προορισμό του. Οι τρεις φίλες αποβιβάζονται γρήγορα με τις λιγοστές αποσκευές στα χέρια και σταματούν ένα ταξί για να τους πάει στον τελικό τους προορισμό, 5 χιλιόμετρα από τη στάση του τρένου, προς τη θάλασσα. Από ένα σημείο κι ύστερα, στην πορεία προς το παλιό αρχοντικό, τα σπίτια όλο και λιγόστευαν και κάποια στιγμή το μόνο που έβλεπαν οι κοπέλες ήταν πυκνή βλάστηση και βουνά να τις περιβάλλουν, με απόλυτο σκοτάδι να τυλίγει τα πάντα, του οποίου την απόλυτη κυριαρχία παραβίαζε το φως από κεραυνούς και αστραπές, καθώς η βροχή δυνάμωνε. Ξαφνικά, οι τρεις φίλες σιωπούν και τα γέλια τους σταματούν, καθώς μια αστραπή φανερώνει για λίγα δευτερόλεπτα το σκοτεινό καταφύγιο τους μερικές δεκάδες μέτρα μπροστά, και τη θάλασσα που λυσσομανάει στον ορίζοντα. Είχαν φτάσει. Το ταξί σταματά και οι τρεις φίλες βγαίνουν και στέκονται μπροστά στο σπίτι, συνεπαρμένες από δέος αλλά και από μια έντονη ανησυχία… Η Λούνα φέρνει στο μυαλό της πάλι το σπίτι, πόσο ζωντανό φάνταζε παλιά. Αυτό που αντίκριζε μπροστά της δεν ήταν το σπίτι που είχε φυλαγμένο στις όμορφες παιδικές της αναμνήσεις. Τη θέση του είχε πάρει ένα μυστηριώδες κτίσμα που φάνταζε νεκρό μέσα στην ερημιά. Όμως, αν και χωρίς ζωή, το σπίτι έμοιαζε σαν να τις καλούσε, κι εκείνες, αν και φοβισμένες, ήταν έτοιμες να ανταποκριθούν στο κάλεσμα του. Καθώς το ταξί αρχίζει να απομακρύνεται, η Λούνα, η Μπάστ και η Έιντζελ τρέχουν προς την κύρια είσοδο, μέσα στη δυνατή βροχή, περνώντας μέσα από τον κήπο. Τον κήπο με το άλλοτε πανέμορφο σιντριβάνι που τώρα η φθορά του χρόνου και η εγκατάλειψη έχουν αφήσει τα σημάδια τους πάνω στα κορμιά των ονειρικών γυναικείων μορφών που το απαρτίζουν. Για κλάσματα του δευτερολέπτου, η Λούνα κοιτάζει με την άκρη του ματιού της το παράθυρο του ορόφου και αμέσως σταματά, αφήνοντας τις άλλες να τρέχουν μέσα στη βροχή. Φτάνοντας στη εξώπορτα, η Έιντζελ γυρίζει και η φωνή της ακούγεται δυνατά:
“Έλα Λούνα, τι περιμένεις; Το κλειδί!”. Όμως, η Λούνα στεκόταν μέσα στην καταρρακτώδη βροχή σαν άγαλμα, σαν αυτές τις παραμυθένιες γυναικείες μορφές στο σιντριβάνι, με τα βρεμένα ρούχα της να προδίδουν την ομορφιά του κορμιού της, σιωπηλή, με το κεφάλι στραμμένο πάνω προς το παράθυρο. “Λούνα!”, φωνάζει δυνατά η Μπάστ, και εκείνη δείχνει ξάφνου να ξυπνάει από το λήθαργό της και με αργό βηματισμό πλησιάζει προς την πόρτα και δίχως να πει λέξη παραμερίζει τις άλλες και ανοίγει γρήγορα την βαριά ξύλινη πόρτα του αρχοντικού. “Καλά, τι ήταν αυτό; Τι κοιτούσες;” ρωτάει θυμωμένη η Μπάστ. “Τίποτα. Καλώς ήρθαμε λοιπόν…” ψιθυρίζει με ψυχρή φωνή η Λούνα, καθώς περνούν και οι τρεις το κατώφλι και μπαίνουν στην κυρίως αίθουσα…
Απεγνωσμένες για λίγο, με ελάχιστο φως και γνωρίζοντας ότι η παροχή ηλεκτρικού ρεύματος έχει διακοπεί χρόνια τώρα, από τότε που ο παππούς της Λούνα άφησε το σπίτι και έφυγε από αυτό τον κόσμο, ψάχνουν με τη βοήθεια ενός αναπτήρα για κάποιο κερί. Για καλή τους τύχη το σπίτι είναι γεμάτο κηροπήγια και φωτίζουν, όσο είναι δυνατόν, την κυρίως αίθουσα, αναδεικνύοντας την ομορφιά αλλά και τη φθορά που έχει υποστεί το σπίτι. Ένας μεγαλοπρεπής πολυέλαιος δεσπόζει πάνω από τα κεφάλια τους, καλυμμένος από ιστούς αράχνης οι οποίοι φτάνουν και ακουμπούν ως το ταβάνι, που είναι φιλοτεχνημένο με μυθικές παραστάσεις και μορφές, χωρίς όμως να μπορεί κανείς να διακρίνει λεπτομέρειες μιας και οι ζωγραφιές έχουν σχεδόν σβηστεί και καταστραφεί. Παλιά σκονισμένα σκαλιστά έπιπλα γεμίζουν το χώρο και πάνω από το τζάκι βρίσκεται ένας μεγάλος μαύρος πίνακας. Ένας πίνακας χωρίς περιεχόμενο, απλά ένα μαύρο παραλληλόγραμμο πλαισιωμένο από ένα καταπληκτικό ξύλινο κάδρο με δαιμονικές μορφές σκαλισμένες με λεπτομέρεια στις γωνίες του. Πίνακες γεμίζουν και τους υπόλοιπους τοίχους αλλά κανείς δεν έχει το χαρακτήρα εκείνου πάνω από το τζάκι, γεμίζοντας με απορία τα τρία κορίτσια, που έχουν μείνει εκστασιασμένα και κοιτούν με δέος τριγύρω. Στο μυαλό της Λούνα όμως οι απορίες πληθαίνουν. Αναλογίζεται πόσο διαφορετικό είναι το σπίτι από το παρελθόν, πόσο ταλαιπωρημένο και παρατημένο φαίνεται στα μάτια της… Αυτός ο πίνακας… Δεν της θυμίζει κάτι. Πάνω από το τζάκι δέσποζε παλιά ένας μεγαλοπρεπής πίνακας που παρίστανε ένα φωτεινό τοπίο με βουνά και θάλασσα και ένα μεγαλοπρεπή πύργο μεταξύ τους. Και το κάδρο… Αυτές οι μορφές…
“Αυτός ο πίνακας δεν υπήρχε εδώ. Δεν τον θυμάμαι.” “Είναι λογικό” απαντά η Έιντζελ .“Τόσα χρόνια έχεις να έρθεις. Άστο τώρα αυτό. Πάμε να δούμε τον πάνω όροφο!”. Παίρνει ένα κηροπήγιο και αρχίζει να ανεβαίνει την μεγάλη σκάλα προς τα κατασκότεινα πάνω διαμερίσματα. Η Λούνα και η Μπάστ ακολουθούν σκεπτικές και σιωπηλές. Κάποια στιγμή η Λούνα αρπάζει το κηροπήγιο από τα χέρια της Έιντζελ . “Άσε με να προχωρήσω μπροστά, δεν το ξέρεις το σπίτι καλά.”. Η Έιντζελ και η Μπάστ κοιτάζονται με απορία και συνεχίζουν να ανεβαίνουν κουβαλώντας τις αποσκευές. Οι τρεις φίλες, υπό το φως των κεριών φτάνουν στο τέλος της σκάλας και κοντοστέκονται αντικρίζοντας μπροστά τους τον μακρύ σκοτεινό διάδρομο. Η Μπάστ με την Έιντζελ προσπαθούν να ξεχάσουν την ανησυχία και το φόβο τους γελώντας και μιλώντας υψηλόφωνα, διαταράσσοντας την απόλυτη ησυχία που επικρατεί στο σπίτι. Καθώς βαδίζουν στο διάδρομο γελώντας, η Λούνα ξαφνικά σταματά και γυρίζει οργισμένη προς τις κοπέλες:
“Σταματήστε!!!”. Οι δύο φίλες παγώνουν καθώς αντικρίζουν το θυμωμένο πρόσωπο της Λούνα και τα μάτια της… Θα ορκίζονταν ότι για δευτερόλεπτα τα μάτια της ήταν κόκκινα! Κόκκινα σαν αίμα! Μέχρι να συνειδητοποιήσουν τι είδαν, το παράθυρο στο τέρμα του διαδρόμου ανοίγει διάπλατα με ορμή από τον δυνατό άνεμο, κάνοντας ένα τρομακτικό θόρυβο και σβήνοντας τα κεριά, αφήνοντας τις κοπέλες κυριευμένες από απόλυτο τρόμο. Ουρλιάζοντας, και οι τρεις μπαίνουν γρήγορα στο πρώτο δωμάτιο που βρίσκουν και κλείνουν την πόρτα βιαστικά. Η Λούνα στέκεται με την πλάτη στη πόρτα και με το σβηστό κηροπήγιο στα χέρια ενώ η Έιντζελ και η Μπάστ απομακρύνονται από αυτήν και κολλάνε η μια πάνω στην άλλη φοβισμένες. “Λούνα, σε παρακαλώ, άναψε τα κεριά!” ψελλίζει με τρεμάμενη φωνή η Έιντζελ. Εκεί, μπροστά στην ξύλινη πόρτα, μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο, η Λούνα ανάβει τα κεριά και φωτίζει το χώρο ανακουφίζοντας τις δύο φίλες, αλλά για ελάχιστα δευτερόλεπτα. Η Λούνα στο φως των κεριών φάνταζε μπροστά τους σαν μια ακίνητη και ανέκφραστη χλωμή οπτασία. “Τι πάθατε;” ρωτάει με απορία η Λούνα τις δύο τρομαγμένες κοπέλες, επαναφέροντας τις στην πραγματικότητα. “Είδαμε… Νομίζαμε ότι… Τα μάτια σου…” “Τα μάτια μου; Τι;” “Μπα. Μας έχει επηρεάσει το μέρος και φανταζόμαστε πράγματα…” “Τέλος πάντων,” λέει η Λούνα με απορία, “ας αλλάξουμε γιατί είμαστε μούσκεμα, ας φτιάξουμε τα πράγματά μας και μετά κατεβαίνουμε κάτω να δούμε πως θα περάσει η βραδιά. Είναι ακόμα νωρίς.”
Το δωμάτιο ήταν σε αισθητά καλύτερη κατάσταση από το υπόλοιπο σπίτι. Αυτό που έκανε ιδιαίτερη εντύπωση στα κορίτσια ήταν το ασυνήθιστα μεγάλο κρεβάτι στη μέση του δωματίου. Η Λούνα όμως ήξερε, θυμήθηκε. Ήταν το δωμάτιο του παππού της. Κατά τ’ άλλα, ο χαρακτήρας του ήταν ο ίδιος με αυτόν του υπόλοιπου σπιτιού, με ξύλινες σκαλιστές πολυθρόνες, χαλιά και παλιούς πίνακες στους τοίχους. Ένα μεγάλο παράθυρο έβλεπε στη φουρτουνιασμένη θάλασσα, με τον αέρα να χτυπά με μανία πάνω στα τζάμια. Η Λούνα βαδίζει προς το παράθυρο και στέκεται με την πλάτη στις άλλες κοιτώντας με απλανές βλέμμα τη θάλασσα. Η βροχή έχει πια σταματήσει και τα σύννεφα φαίνεται να υποχωρούν καθώς ένα ολόγιομο φεγγάρι διακρίνεται να κρύβεται πίσω τους. και δειλά-δειλά κάποια αστέρια κάνουν την παρουσία τους. Τότε, μια απίστευτα αισθησιακή φωνή βγαίνει από τα χείλη της, τραβώντας αμέσως την προσοχή των άλλων δυο: “Έιντζελ, έλα εδώ. Βοήθησε με σε παρακαλώ να βγάλω το φόρεμα.” Εκείνη, έχοντας ήδη μείνει με τα εσώρουχα και έτοιμη να βάλει τα στεγνά της ρούχα, πλησιάζει τη Λούνα και της ξεκουμπώνει το φόρεμα από πίσω. Το βρεμένο ύφασμα πέφτει στο έδαφος αποκαλύπτοντας το λάγνο κορμί της όπου, πάνω στο κατάλευκο δέρμα της, κυλούν ακόμα σταγόνες βροχής, Γυρίζει και το βλέμμα της συναντά την Έιντζελ. “Σ’ευχαριστώ…” Εκείνη, σα μαγεμένη, χάνεται μέσα στα μάτια της Λούνα και οι δύο φίλες μένουν για αρκετά δευτερόλεπτα να κοιτούν η μια την άλλη.
“Τα μάτια σου… είναι τόσο… όμορφα. Κόκκινα…”
“Βλέπεις το φεγγάρι άγγελε μου;”
“To… φεγγάρι;”
“Ναι άγγελε μου. Το φεγγάρι. Το βλέπεις;”
“Ν… Ναι… εσύ… εσύ είσαι…”
“Φίλησέ το. Φίλησε το κόκκινο φεγγάρι, ήλιε μου.”
Εκεί, μπροστά στο παράθυρο, μέσα στο ημίφως, το κόκκινο φεγγάρι φίλησε τον ήλιο. Και το φιλί του φεγγαριού ήταν τόσο ηδονικό, τόσο ονειρεμένο που ο ήλιος έγινε σκλάβος του. Έσβησε και αναγεννήθηκε ως ένας ήλιος του σκότους και της αμαρτίας. Τα χέρια της Έιντζελ αρχίζουν να χαϊδεύουν το γυμνό κορμί της Λούνα, κάνοντας την να τρέμει από πόθο. Ξάφνου, η Λούνα αρπάζει βίαια το χέρι της Έιντζελ και την ακουμπά πάνω στο περβάζι του παραθύρου, ανοίγοντάς της διάπλατα τα πόδια. Σκύβει και η γλώσσα της αρχίζει να ταξιδεύει πάνω στο σώμα της και στα απόκρυφα σημεία της σαν καράβι σε φουρτουνιασμένη θάλασσα, κάνοντας την να ουρλιάζει από ευχαρίστηση. Το σεληνόφως έλουζε τα κορμιά τους, ωσάν το ίδιο να συμμετείχε σ’ αυτό το υπέροχο σύμπλεγμα της αμαρτίας.
“Μη σταματάς, μη…” Η Λούνα της κλείνει το στόμα με ένα υγρό φιλί και τα δάχτυλα της Έιντζελ αρχίζουν να τη χαϊδεύουν ανάμεσα στα πόδια της. Τα κόκκινα μάτια της Λούνα λαμπιρίζουν μέσα στο ημίφως και το κορμί της πάλλεται και τρέμει για ώρα, εκστασιασμένο. Κάποια στιγμή η Έιντζελ τραβά τα υγρά της δάχτυλα και το βλέμμα της πέφτει πάνω στο κρεβάτι. “Λούνα!” ουρλιάζει, αυτή τη φορά όμως από απόλυτο τρόμο! Η Λούνα γυρίζει. Στο τεράστιο κρεβάτι κείτεται η Μπάστ ανάσκελα, με ανοιχτά τα πόδια και ανάμεσα της μια σκοτεινή μορφή με μαύρα μακριά μαλλιά. Η Μπάστ βογκούσε από ηδονή και η μορφή πάνω της φαινόταν να είναι σε απόλυτη κυριαρχία. Η Λούνα γυρίζει προς την Έιντζελ που έχει κυριολεκτικά παγώσει.
Τέλος πρώτου μέρους

No comments:

Post a Comment