Η δουλειά του Caspar David Friedrich (1774-1840) – του μεγάλου αυτού ζωγράφου της ρομαντικής περιόδου – είναι για πολλούς ένα από τα καλύτερα παραδείγματα καλλιτεχνικής έκφρασης, άρρηκτα συνδεδεμένης με την μεγαλειώδη πνευματικότητα της φύσης. Ο Friedrich επινόησε ένα συμβολικό τρόπο στη ζωγραφική του που τον οδήγησε στον αρχικό του σκοπό, να εκφράσει τα βαθιά του θρησκευτικά πιστεύω μέσω της τέχνης. Κανείς δεν μπορεί να παραβλέψει την εντύπωση που προκαλεί η δουλειά του στον θεατή, το γιατί χρησιμοποιεί Γοτθικούς καθεδρικούς σε πολλούς από τους πίνακες του και γιατί συνεχώς επαναλαμβάνεται η ιδέα του μεγαλειώδους στη δουλειά του. Αυτός ο ¨Γοτθισμός¨ του Friedrich είναι συνδεδεμένος με μια ευρεία ενασχόληση του πάνω στη ρομαντική τέχνη σε όλες τις εφαρμογές. Να τολμήσουμε όμως να θέσουμε το δικό μας ερώτημα πάνω στην προσέγγιση του μεγάλου αυτού καλλιτέχνη, αιώνες μετά το θάνατο του; Υπάρχει κάτι το τρομακτικό στους πίνακες του Caspar; Το μεγαλειώδες του Caspar μήπως είναι ταυτόχρονα και μια υπόνοια υποταγής σε έναν απρόσιτο και απόμακρο Θεό;
Η προσέγγιση του Caspar David Friedrich στην ζωγραφική τοπίου απείχε πολύ από τη συνήθη γραφική και ¨χαριτωμένη¨ προσέγγιση άλλων καλλιτεχνών της εποχής του. Για τον Friedrich η ζωγραφική τοπίου δεν ήταν απλή αναπαράσταση μιας εικόνας που έβλεπε μπροστά του. Θεωρούσε τη Φύση σαν έναν γιγάντιο καμβά από εικόνες. Στην ολότητα της την έβλεπε σαν ένα αφηρημένο, θολό, ασαφές θέμα, σαν ένα όνειρο. Για να δώσει λοιπόν ανώτερο νόημα στη τέχνη του, έπρεπε να ενωθεί με τη Φύση και να παραδοθεί στο μεγαλείο της, που ήταν γι’ αυτόν βαθιά θρησκευτικό. Αυτή ήταν η θρησκευτική αλληγορία που εισήγαγε ο Friedrich στην καλλιτεχνική του προσέγγιση και ήταν και ο λόγος που οι πίνακες του είναι – πέρα από ασύλληπτα ζωντανοί και συναισθηματικοί – γεμάτοι από πνευματικότητα και συμβολισμό, αντικατοπτρίζοντας την δική του θρησκευτική προσέγγιση. Αλλιώς, η τέχνη γι’ αυτόν δεν είχε νόημα, δεν είχε ζωή. Ήρθε σε σύγκρουση με ζωγράφους, όπως ο Ludwig Richter (1803-1884), που θεωρούσαν πως το μεγαλείο της φύσης το αποδυνάμωναν οποιουδήποτε είδους συμβολισμοί ή αλληγορίες συμπεριλαμβάνονταν σε μια σύνθεση. Ο Friedrich απαντά σ’ αυτό: «Ο καλλιτέχνης δεν θα πρέπει να ζωγραφίζει μόνο αυτό που βλέπει μπροστά του αλλά και αυτό που βλέπει μέσα του. Αν όμως δεν βλέπει τίποτε μέσα του, θα πρέπει να αποτρέψει τον εαυτό του από το να ζωγραφίσει οτιδήποτε βλέπει μπροστά του…»
Μέσα βέβαια σε όλο αυτό το πλαίσιο της θρησκευτικής πνευματικότητας που είχε υποβάλλει τον εαυτό του ο Friedrich, η σιγουριά του θανάτου και η ελπίδα της αιώνιας ζωής συνυπήρχαν αρμονικά. «Πολλές φορές αναρωτιέμαι γιατί επιλέγω το θάνατο και τους τάφους σαν θέμα για τους πίνακες μου… Κάποιος, όμως, πρέπει να υποταχθεί πολλές φορές στον θάνατο για να φτάσει κάποια μέρα στην αιώνια ζωή.»
Ήξερε πως είναι θνητός και έβλεπε το θάνατο σαν μια διαδικασία στην οποία έπρεπε να υποβάλλει τον εαυτό του – αποδεχόμενος το Θεό σαν σωτήρα του – για να λάβει ζωή αιώνια. Ήταν ένας άνθρωπος βαθιά θρησκευόμενος και πίστευε σε μια πανταχού παρούσα και παντοδύναμη θεότητα. Αυτή την προσέγγιση την μοιράστηκαν και άλλοι καλλιτέχνες της εποχής. Οι ποιητές Coleridge και Wordsworth έφτασαν σε σημείο της ζωής τους που πίστευαν πως ο Θεός είναι στη Φύση (διαβάστε το ¨Frost an Midnight¨ του Coleridge και θα καταλάβετε). Ποιητές βέβαια όπως ο Lessing θα γέλαγαν με τον Friedrich μιας και θεωρούσαν πως η ζωγραφική δεν μπορούσε να παρουσιάσει σε ένα πίνακα μια μεγαλειώδη ιδέα όπως ο Θεός ή οι θεϊκές πνευματικές οντότητες: «Για να δείξεις πως είναι ένας άγγελος σε μια εικόνα, το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να ζωγραφίσεις έναν όμορφο νεαρό άνδρα με φτερά. Πως μπορεί να απεικονίσει η ζωγραφική μια ποιητική φράση που εμπερικλείει τόσο μεγαλείο στις λέξεις της, όπως: ¨Ο Άγγελος του Κυρίου¨;»
Ο Friedrich δεν προσπάθησε να απεικονίσει το Θεό σαν οντότητα, με πρόσωπο και υπόσταση. Απλά θεωρούσε το μεγαλείο της Φύσης σαν ένα μέσο για να πλησιάσει ο άνθρωπος το Θείο. Κατηγορήθηκε για μυστικισμό και ιεροσυλία, λόγω των συμβολισμών που χρησιμοποίησε στις δουλειές του, σε πίνακες του όπως το Cross in the Mountains που πολλοί τον κατηγόρησαν πως «άφησε το τοπίο να μολύνει το ιερό του Χριστού».
Η μοναξιά και η απομόνωση ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για την ένωση του με το Θείο. “Absolute solitude is a source of the sublime”[1]. Επανερχόμαστε εδώ στην ιδέα του μεγαλειώδους, κάτι που είχε συλλάβει καλά ο Friedrich: «Πρέπει να παραδοθώ σε ότι με περιβάλλει, να ενωθώ με τα σύννεφα και τις πέτρες για να νιώσω αυτό που είμαι. Χρειάζομαι απόλυτη απομόνωση στην επικοινωνία μου με τη Φύση». Αν δει κανείς το ¨Monk by the Sea¨ θα καταλάβει ακριβώς την παραπάνω φράση, είναι από τους πίνακες του που αντικατοπτρίζουν ακριβώς αυτό. Κι επίσης κάτι άλλο, το πόσο ασήμαντος είναι ο άνθρωπος μπροστά στο μεγαλείο αυτό της Φύσης: «Ο άνθρωπος είναι ανίκανος να προσανατολιστεί μέσα στο αχανές άπειρο που τον περιβάλλει και τον κάνει να συνειδητοποιεί συνεχώς και επίπονα το πόσο ασήμαντος και αδύναμος είναι».
Για να περάσουμε λίγο όμως στο θέμα τους συμβολισμού. Δύο είναι τα σύμβολα που εμφανίζονται συχνότερα στους πίνακες του Friedrich. Ο εσταυρωμένος και ο Γοτθικός καθεδρικός ή ερείπιο. Είναι αδύνατον να πιάσω όλη τη δουλειά του μέσα στις λίγες αυτές γραμμές, θα χρειαστώ 500 σελίδες. Ας κάνω λοιπόν ότι μπορώ σε λίγες γραμμές, με αναρίθμητες επεξηγηματικές ελλείψεις λόγω ανεπαρκούς χώρου…
Στον πίνακα The Cross in the Mountains (1812) ο εσταυρωμένος κοιτά τον θεατή στα μάτια. Κάποιος θα μπορούσε να πει πως ο Γοτθικός καθεδρικός ζωγραφίστηκε έτσι, με τον εσταυρωμένο μπροστά, ώστε να παρουσιάζεται σαν κάτι ολοζώντανο, σαν ο Θεός να είναι παρών και να παρακολουθεί. Δηλώνει την παρουσία του αυστηρά στο ομιχλώδες και σκοτεινό background, αρχίζοντας μια επικοινωνία με τον θεατή μέσω του εσταυρωμένου. Ο εσταυρωμένος στέκεται μπροστά, στη φυσική διάσταση του πίνακα, υπονοώντας πως η σωτηρία δεν είναι μακριά και πως ο παράδεισος δεν είναι άπιαστος. Ταυτόχρονα, όμως, ο καθεδρικός, ο προορισμός στην πνευματική διάσταση του πίνακα φαίνεται τόσο απόμακρος και τρομακτικός, που δημιουργεί φόβο στον θεατή κατά τη διάρκεια του «ταξιδιού» του προς τα εκεί. Ο μεγαλειώδης καθεδρικός-Θεός του Friedrich «απαιτεί» ταπεινοφροσύνη και υποταγή, αν και σίγουρα ο ίδιος δεν σκόπευε να περάσει κάτι τέτοιο. Αυτό φαίνεται ακόμα περισσότερο στο πασίγνωστο Winter Landscape with Church (1811). Η φιγούρα ενός ανάπηρου άνδρα φαίνεται μπροστά στον πίνακα, να κάθεται ακουμπισμένος σε μια πέτρα, έχοντας τα χέρια του σε σχηματισμό προσευχής μπροστά σε έναν σταυρό. Προφανώς υπονοείται εδώ η σωτηρία μέσω της χριστιανικής πίστης. Ταυτόχρονα όμως, εισάγεται και μια υπόνοια οίκτου. Ο ανάπηρος παρουσιάζεται τόσο μικρός και αβοήθητος, έχοντας πετάξει τα δεκανίκια του μακριά μπροστά στην παρουσία της πολυπόθητης σωτηρίας, ταυτόχρονα τρομοκρατημένος από το μεγαλειώδες σύμβολο της πίστης που ορθώνεται μπροστά του. Το «μάτι» του Θεού είναι παρών και επιβλέπει μέσω του Γοτθικού καθεδρικού στο φόντο, στην ομίχλη της μεταθανάτιας ζωής, αιθέριος αλλά ταυτόχρονα τόσο απόμακρος, ψυχρός, αυστηρός και παντοδύναμος, ζωντανός. Ακόμα και ο Goethe έχει πει για τον Γοτθικό καθεδρικό: «Ένα μεγαλειώδες δέντρο του Θεού… που διακηρύττει την δόξα του αφέντη, του Κυρίου». Ήταν που ήταν όμως dominant ο Γοτθικός καθεδρικός σαν σύμβολο και σαν κτίσμα, τον ανέβασε ακόμα πιο ψηλά αντί να τον «κατεβάσει» λίγο προς τα ανθρώπινα επίπεδα… Μπορεί ο Friedrich να είχε την πρόθεση να απεικονίσει τον καθεδρικό σαν ένα σύμβολο ανανέωσης, της νέας πίστης που θα δήλωνε την απομάκρυνση από τα παγανιστικά κατάλοιπα παλιότερων εποχών, αλλά ταυτόχρονα κατάφερε να φτιάξει ένα σύμβολο αυταρχικό, αυστηρό και κυρίως απόμακρο. Σαν αρχιτεκτόνημα, ο καθεδρικός εδώ, παρά την στιβαρότητα και την αυστηρή του παρουσία, παρεκκλίνει από την αληθινή δύναμη που θα έπρεπε να εκπέμπει και αλλάζει τον τρόπο με τον οποίο θα ήθελε ο θνητός άνθρωπος να τον γιορτάζει και να τον λατρεύει. Χάνεται το σημαντικότερο: Η πνευματική ζεστασιά που λαχταρά ο θνητός να εκπέμψει ο «Θεός» του. Τρομοκρατεί, δεν παρηγορεί, δεν δείχνει τον παράδεισο (που σημειωτέον θα αποκτηθεί μέσω οίκτου και μετάνοιας). Το θρησκευτικό δέος είναι άρρηκτα συνδεδεμένο εδώ με τον τρόμο της θνησιμότητας και τον ενισχύει αντί να τον αποδυναμώνει. Ο Θεός εδώ είναι απογοήτευση, τρόμος, αυστηρός γίγαντας. Όχι σωτηρία. Εγώ αυτό λαμβάνω.
Μια προσωπική, λοιπόν, προσέγγιση στο θέμα και πολλοί ίσως να διαφωνήσουν μαζί μου. Πέραν της ερμηνείας/ένστασης μου σε κάποια σημεία της δουλειάς του παραμένει για μένα ένας μεγαλειώδης ζωγράφος και σίγουρα ο αγαπημένος μου. Το κεφάλαιο Friedrich δεν εξαντλήθηκε ούτε στο παραμικρό στις σελίδες αυτές. Θεώρησα καλό όμως να συμπεριλάβω αυτή την αναφορά και τους προβληματισμούς κι ελπίζω να ωθήσει πολλούς από εσάς να τον ψάξετε.
Βιβλιογραφία
Νίκος Σταυριδάκης. Architecture as a symbol of an unreachable God, dissertation, Faculty of Art & Design, The Leicester School of Architecture, De Montfort University, 2003
Bailey, Collin J. and Leighton, John, (ed.), Caspar David Friedrich – Winter Landscape, National Gallery Publications, London 1990
Burke Edmund, A philosophical enquiry into the origin of our ideas of the sublime and beautiful, Routledge & Kegan Paul, London, 1958
Συγχαρητήρια, πολύ ωραίο άρθρο.
ReplyDelete