Η λέξη «φετίχ» προέρχεται από τη γαλλική λέξη fetiche, η οποία θεωρείται ότι έχει τις ρίζες της στην πορτογαλική fetico, που σημαίνει «μαγικό φυλαχτό». Τα φετίχ μπορούν να είναι:
1. σημεία του σώματος: πόδια, στήθος, μαλλιά
2. είδη ένδυσης: παπούτσια, εσώρουχα
3. συγκεκριμένα αντικείμενα: υφάσματα από μετάξι, γούνα. Ως φετίχ έχουν αναφερθεί μέχρι και καροτσάκια μωρών και εξατμίσεις αυτοκινήτων.
Τα διαγνωστικά κριτήρια ψυχικών διαταραχών DSM-IV-TR (2000), κατατάσσουν τον φετιχισμό στον υπότυπο των σεξουαλικών διαταραχών, τις παραφιλίες, οι οποίες σχετίζονται με διαταραχή στο σεξουαλικό στόχο ή σκοπό (και όχι στη σεξουαλική λειτουργία καθαυτή). Για να τεθεί η συγκεκριμένη διάγνωση απαιτείται για περίοδο τουλάχιστον 6 μηνών να παρουσιάζονται: επαναλαμβανόμενες, έντονα διεγερτικές φαντασιώσεις, παρορμήσεις ή συμπεριφορές που αφορούν στη χρήση άψυχων αντικειμένων σε βαθμό που παρακωλύουν τη λειτουργικότητα του ατόμου (κοινωνική, επαγγελματική κτλ.), και δεν περιορίζονται μόνο σε γυναικεία εξαρτήματα ενδυμασίας ή συσκευές (δονητές).
Τα φετίχ είναι συνήθως απαραίτητα για να διεγερθεί το άτομο, το οποίο στη συνέχεια αυνανίζεται, ενώ είναι πιθανό να σημειώνεται και πρόβλημα στη διέγερση και στύση όταν αυτά απουσιάζουν. Η διαταραχή εμφανίζεται συνήθως στην εφηβεία και τα φετίχ έχουν αποκτήσει την ειδική σημασία τους κατά την παιδική ηλικία, οπότε και συνδέθηκαν με κάποιο τρόπο με τη σεξουαλική διέγερση. Η ψυχαναλυτική θεωρία υποστηρίζει ότι τα φετίχ συμβολίζουν το γυναικείο πέος, το οποίο κατά τον φετιχιστή συνεχίζει να υφίσταται. Με αυτόν τον τρόπο ο ίδιος προσπαθεί να ξεπεράσει τον ασυνείδητο φόβο του δικού του ευνουχισμού.
Κατά τη σεξουαλική δραστηριότητα, το άτομο εστιάζει πάντα στο φετίχ, αντλώντας ευχαρίστηση από τη συμβολική λειτουργία του σχήματος, της υφής ή της μορφής του αντικειμένου. Ακόμη, η πυρομανία και η κλεπτομανία που συνοδεύονται από σεξουαλική διέγερση μπορούν να θεωρηθούν μορφές φετιχισμού, ενώ η εν λόγω παραφιλία μπορεί να συνυπάρχει και με άλλες, όπως ο σαδομαζοχισμός, η ζωοφιλία, η παιδοφιλία και η τηλεφωνική αισχροφιλία.
Έχοντας ξεκαθαρίσει τα παραπάνω, ας μπούμε τώρα πιο συγκεκριμένα στο θέμα της fetish καλλιτεχνικής φωτογραφίας. Το καλλιτεχνικό ρεύμα του φετίχ εμφανίστηκε στο Λονδίνο τη δεκαετία του ’80, κυρίως από καλλιτέχνες που ασπάζονταν την kink κουλτούρα. Φιλμ, κλαμπ, περιοδικά, μουσική και φυσικά φωτογραφίες φετίχ περιεχομένου θεωρήθηκαν αρχικά ως μια underground απεικόνιση των αποκλίσεων των ερωτικών φαντασιώσεων. Ωστόσο, οι φετίχ φωτογραφίες έπαψαν να θεωρούνται η παράνομη, ανώριμη διατήρηση μιας υποκουλτούρας και αντιμετωπίζονται πλέον σαν μια ουσιώδης πτυχή του κύριου καλλιτεχνικού ρεύματος, που αντανακλά την αλλαγή στα σεξουαλικά ήθη και την τάση για περιπέτεια. Υπάρχουν δυο είδη φωτογραφίας: η φωτογραφία μόδας και η club φωτογραφία. Η πρώτη απεικονίζει απλά φετίχ κοστούμια, ενώ η δεύτερη ζωντανές σκηνές party, γεμάτες ενέργεια και χρώμα. Το εύρος των απεικονίσεων αυτών πηγάζει από τις αντιθετικές προσωπικές εμμονές του φωτογράφου και, μια και η γυναικεία αισθητική προσφέρει περισσότερη έμπνευση, τα μοντέλα είναι κυρίως γυναίκες.
Φαινομενικά, η εικόνα δε μοιάζει να εκφράζει κάτι περισσότερο από μια ωραία γυναίκα, ντυμένη με βινύλιο, που ποζάρει πρόστυχα στην κάμερα. Από τη σκοπιά όμως του φωτογράφου, προσδίδεται επιπλέον ύφος, προσωπικότητα και στυλ στο μοντέλο, ενώ η εικόνα μπορεί να αποτελεί μια έντονη, αναιδή και άμεση δήλωση ή απλά ένα αίνιγμα… μια κωμική απεικόνιση διεστραμμένων φαντασιώσεων ή μια πολύπλοκη δημιουργία ενός ονειρικού ερωτικού τοπίου. Η δε εστίαση γίνεται συνήθως σε ένα σημείο… στην ψηλοτάκουνη γόβα, που διατείνει τους μύες του ποδιού, ή στον κορσέ, που σφίγγει τη γυναικεία μέση. Η έλλειψη όρασης του «όλου» μοιάζει να υμνεί τη λεγόμενη αποπροσωποποίηση, τη μεταφορά δηλαδή του ερωτικού ενδιαφέροντος από το πρόσωπο στο αντικείμενο. Η παρουσία όμως του μοντέλου είναι το πιο σημαντικό. Η επίδραση του φετίχ-αντικειμένου στο σώμα – και κατ’ επέκταση στη συμπεριφορά – του ατόμου είναι αυτό που επιζητά να αποτυπώσει ο φωτογράφος.
Το φετίχ, ως όρος, περιγράφει γενικότερα την τροποποίηση του σώματος και τη διακόσμησή του, είτε μόνιμη (tattoo, piercing και ουλές) είτε την πιο προσωρινή (κοστούμια από λάστιχο ή βινύλιο και επίστρωση λαδιού στο σώμα). Η προώθηση αυτής της αλλαγής σχετίζεται και με τα δεσμά που συναντάμε στις fetish φωτογραφίες. Το δέσιμο είναι μια πράξη υποταγής που προαπαιτεί βέβαια τη συναίνεση του ατόμου που δένεται. Η φαντασίωση αυτή του να είσαι αβοήθητος, δεμένος με σκοινί, αλυσίδες ή δερμάτινα λουριά συνδυάζει το σωματικό ερέθισμα της δέσμευσης με την απώλεια του σωματικού και ψυχολογικού ελέγχου, αποτελώντας και τον ουσιαστικό στόχο της απεικόνισης. Η ενεργή συμμετοχή αυτού που δένεται μπορεί να συμβολιστεί τόσο με τη στάση, όσο και με την έκφραση του μοντέλου. Οι εικόνες ωστόσο, μπορεί να κυμαίνονται από λεκτικές – φαινομενικά – εκφράσεις τιμωρίας και ανάλογη σωματική γλώσσα μέχρι σωματικές τιμωρίες, όπως το μαστίγωμα, οι ξυλιές και τα ραπίσματα. Ο Irving Klaw για παράδειγμα, φωτογράφος της δεκαετίας του ’50, ακολουθούσε της εξής σειροθέτηση εικόνων: άτακτη συμπεριφορά-λεκτική τιμωρία-δέσιμο-σωματική τιμωρία (συνήθως ξυλιές με βούρτσα μαλλιών).
Αναφορικά, μερικά από τα πιο δυνατά ονόματα στο χώρο της fetish φωτογραφίας είναι ο Βέλγος Guy Lemaire, οι Άγγλοι Mike McMillan, Richard Morell, Perou, Nicholas Sinclair, Housk Randall-Godard, ο Αμερικανός Graig Morey και πάρα πολλοί άλλοι.
No comments:
Post a Comment